Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΞΥΠΝΑΕΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΚΡΥΦΕΣ
Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2011
Διήγημα από τη συλλογή "Πάτυ εκ του Πετρούλα"
Μάκης Τσίτας
Ο Γιάννος
ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ NA ΚOYNHΘΩ. ΜE BAΡEΣE ΜE ΜIA ΠETΡA ένα κωλόπαιδο και μούδιασε ολόκληρο το πόδι μου το δεξιό. Μεγάλη πέτρα, το μπαστάρδι, ίσαμε πενήντα κιλά θα ήταν. Άμα το πιάσω κι αυτό και την παρέα του, θα τους γαμήσω το νταχτιρντί. Κάθε φορά έτσι με κάνουν τα πούστικα. Κάθε φορά έρχονται και με πετάνε πέτρες. Κι άμα τα πεις στους πατεράδες τους, ούτε που σε πιστεύουν. Δηλαδή τι να πιστέψουν, ούτε ένα τσιγαράκι δε με κερνάνε. Άμα δεν ήτανε ο ξάδερφος ο Δημητρός, δε θα είχα να καπνίζω τίποτα. Καλό παιδί ο Δημητρός, δουλεύει και στο εργοστάσιο που λιώνουνε τις εφημερίδες και κάνουνε αυγοθήκες, όμως και η γυναίκα του καλή. Μοιάζει περίπου με Γερμανίδα και τη φωνάζουνε Nάνσυ, αλλά και ελληνικά μιλάει και με δίνει και κουλουράκια όταν περνάω από το σπίτι τους, που έχει όλο άσπρο με ξυλένια παντζούρια και είναι κοντά στην καφετερία του Λαζαράκη. Κι ο Λαζαράκης, δε λέω, είναι καλός κι αυτός και με κερνάει πολλές φορές φραπέ με καλαμάκι και κακάο με φουσκάλες. Όμως άμα το μαγαζί έχει πολύ κόσμο, δε με αφήνει να μπω μέσα, "΄Eλα αύριο", λέει, κι εγώ δε μιλάω αλλά τσατίζομαι. Bέβαια πιο πολύ τσατίζομαι όταν σκέφτομαι τον πούστη το θείο μου, που μ' έκλεψε τις λίρες και έπαθα την κρίση. Eγώ μ' εκείνες τις λίρες θα γινόμουνα κύριος και κύριος κι αυτός ο πούστης ήρθε μια μέρα που έλειπα και τις έκλεψε. Κι ύστερα με χτύπησε κιόλας από πάνω για ευχαριστώ. Όμως του τη φυλάω. Σε όλους τη φυλάω! Και στα τσογλάνια που με πετάνε πέτρες και στα άλλα τα τσογλάνια που κάθονται στην καφετερία του Κωστάκη και με φωνάζουνε "Ράμπο" και "Ράμπο" και ρίχνουνε αλάτι στον καφέ με το γάλα που πίνω. Tώρα δε μιλάω γιατί μπορεί να με πετάξουν και γιαούρτια στα μούτρα ή και κλούβια αυγά. Κάνω πως δεν καταλαβαίνω, όμως όταν έρθει η ώρα, θα τους γαμήσω όλους από πίσω και θα φωνάζουν αλληλούγια.
Aλλά η πλάκα είναι ότι πεινάω κιόλας. Aπ' το πρωί τίποτα δεν έφαγα, μόνο μισό γλυκό που μ' έδωσε στην πλατεία ένας καλός ξένος κύριος με σακάκι και ένα μήλο που έκλεψα απ' το μανάβη. Στα xωράφια δεν ξαναπάω, γιατί θα με κυνηγάνε πάλι με τις Tουότες να με χτυπήσουνε# άσε που απ' τα πολλά πράσινα ροδάκινα μ' ερχόταν δυο μέρες συνέχεια ευκοίλια. Bέβαια είναι άσχημο πράμα να πεινάς, όμως και τι να κάνεις;
Καμιά φορά λέω να ήμουνα ένα πουλί. Nα έπαιρνα φόρα και να πετούσα ψηλά ψηλά ως τα σύννεφα. Nα πηγαίνω όπου θέλω, να κάνω ό,τι θέλω κι ό,τι μου γουστάρει και να μη νοιάζομαι ούτε για φαΐ ούτε για τίποτα. Μονάχα να πετάω ψηλά ψηλά. Tώρα σάματις τι κάνω; Όλη μέρα περπατάω και περπατάω κι ύστερα κουράζομαι και κοιμάμαι. Ευτυχώς είναι κι αυτό εδώ το χάλασμα που δε μ' αφήνει να κρυώνω και να βρέχομαι. Όταν ήρθα στην αρχή, ήταν από παντού ανοιχτό και έμπαινε πολύ κρύο και αέρας. Όμως μετά έβαλα στις πόρτες και στα παράθυρα λαμαρίνες και τσουβάλια και σανίδια. Και στο ταβάνι που έσταζε έβαλα ένα μακρύ νάιλον με πέτρες στις άκρες. Και τώρα όλα είναι μια χαρά. ΄Exω και το ωραίο μου το στρώμα που το πήρα από τα τσαΐρια που πετάει το χωριό τα σκουπίδια, τoυ έβαλα και μερικά τσούλια από πάνω κι έγινε αφράτο αφράτο.
Καλό είναι το σπίτι, όμως εγώ δεν μπορώ να κάτσω - μόνο τo βράδυ. Tη μέρα όλο γυρνάω, δεν μπορώ να κάθομαι σ' ένα μέρος γιατί παθαίνω νεύρα. Aλλά και τι καταλαβαίνω όταν κάθομαι; Σήμερα πoυ ταχτοποιούσα κιόλας τους τενεκέδες με τα νερά, πέρασαν τα κωλόπαιδα και με πέταξαν πέτρες. Άμα ήμουνα αλλού, θα με πετούσαν πέτρες; Δε θα με πετούσαν. Και προχτές που καθόμουνα κάτω απ' τη συκιά και κοίταζα τα περιοδικά με τα αυτοκίνητα, παρά τρίχα θα με έπιανε ο πούστης ο θείος μου. Τελευταία στιγμή το πήρα χαμπάρι κι έτρεξα και γλίτωσα. Άμα με έπιανε, θα με πήγαινε πάλι στον κουρέα. Θα με έδενε, όπως κάμνει τις άλλες φορές, με το σκοινί στο κάθισμα και θα με έκοβε και τα μαλλιά και τα γένια. Μπορεί να με κούρευε και λουξ. Ή μπορεί και να με πήγαινε στο τρελάδικο στη Σαλονίκη, όπως πέρσι. Aλλά εγώ μαλάκας είμαι; Σε τρεις μέρες σηκώθηκα κρυφά κι έφυγα. Και γύρισα με τα πόδια πίσω στο χωριό. Tότες ήταν που βρήκα κι αυτήνα τη δικηγορίστικια τσάντα. Σαν γιατρός είμαι όταν την κρατάω, ε; Και τη γέμισα με γούρνα κι ανέβα στο δέντρο, κόψε λίγα μούρα..." κι ανέβαινα μάνι μάνι εγώ, τα έκοβα κι ύστερα καθόμασταν και τα τρώγαμε και ήταν ωραία. Τώρα όμως πάει η θεία Ελισάβετε, πάει και η μουριά, γιατί την κόψανε οι ξένοι που αγοράσανε το σπίτι και χτίσανε περίφραξη.
Αυτοί οι ξένοι είναι από μια μεγάλη πόλη. Έρχονται εδώ τα καλοκαίρια και ξεκουράζονται. Είναι ένας άντρας και μια γυναίκα, χωρίς παιδιά, με άσπρα μαλλιά κι ένα άσπρο αυτοκίνητο που τρέχει πολύ. Ο άντρας είπε μια φορά που περνούσε απ' έξω "Παλικάρι, έλα να σε κεράσουμε κάτι", αλλά εγώ δεν πήγα, γιατί έμοιαζε με τους γιατρούς στο τρελοκομείο της Σαλονίκης και τον φοβήθηκα. Μπορεί να είναι γιατρός και να με κάνει ενέσα ή να με δώσει χάπια και να κοιμάμαι συνέχεια. Άσε καλύτερα!
Βέβαια ο Κοσανέστης είπε πως είναι έμπορας, όχι γιατρός, όμως πού το ξέρω εγώ; Τη σήμερον ημέρα, που λένε, δεν μπορείς να έχεις πουθενά εμπιστοσύνη. Ούτε στη μάνα σου ούτε στον αδερφό σου ούτε σε κανένα. Εδώ θείος μου ήτανε ο άλλος, αδερφός του συχωρεμένου του πατέρα μου - ίδιο αίμα δηλαδή - και ήρθε και μ' έκλεψε τις λίρες που μ' άφησε η γιαγιά η Νίνα. Κι ας ήτανε πλούσιος, ας είχε ένα σωρό λεφτά ο άπληστος, ο κωλομπαράς, κι ας ήξερε ότι εγώ μόνο αυτές τις λίρες είχα και τίποτα παραπάνω κι ότι μ' αυτές σκόπευα ν' ανοίξω μια δουλειά και να γίνω άνθρωπος.
Ήρθε και με τις έκλεψε και με χτύπησε κιόλας γι ευχαριστώ. Και τώρα με κυνηγάει για να με βάλει στο τρελοκομείο και να μπορέσει να φάει με την ησυχία του τα δέκα στρέμματα που έχω στο βουνό. Όμως εγώ... έννοια σου εγώ. Θα τον κανονίσω. Ξέρω καλά τι θα κάνω πολύ καλά. Τα υπολόγισα όλα με το νι και με το σίγμα: την άλλη φορά που θα έρθει να με πιάσει, θα έχω επάνω μου ένα πολύ μεγάλο κατσαβίδι, θα κάνω δήθεν πως δεν τον κατάλαβα, κι όταν φτάσει σιγά σιγά από πίσω μου, θα γυρίσω απότομα και θα του το καρφώσω με δύναμη στο λαιμό, μια και δυο και τρεις φορές. Να τον δω να σπαρταράει σαν το ψάρι ο πούστης!
Ο Γιάννος
ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ NA ΚOYNHΘΩ. ΜE BAΡEΣE ΜE ΜIA ΠETΡA ένα κωλόπαιδο και μούδιασε ολόκληρο το πόδι μου το δεξιό. Μεγάλη πέτρα, το μπαστάρδι, ίσαμε πενήντα κιλά θα ήταν. Άμα το πιάσω κι αυτό και την παρέα του, θα τους γαμήσω το νταχτιρντί. Κάθε φορά έτσι με κάνουν τα πούστικα. Κάθε φορά έρχονται και με πετάνε πέτρες. Κι άμα τα πεις στους πατεράδες τους, ούτε που σε πιστεύουν. Δηλαδή τι να πιστέψουν, ούτε ένα τσιγαράκι δε με κερνάνε. Άμα δεν ήτανε ο ξάδερφος ο Δημητρός, δε θα είχα να καπνίζω τίποτα. Καλό παιδί ο Δημητρός, δουλεύει και στο εργοστάσιο που λιώνουνε τις εφημερίδες και κάνουνε αυγοθήκες, όμως και η γυναίκα του καλή. Μοιάζει περίπου με Γερμανίδα και τη φωνάζουνε Nάνσυ, αλλά και ελληνικά μιλάει και με δίνει και κουλουράκια όταν περνάω από το σπίτι τους, που έχει όλο άσπρο με ξυλένια παντζούρια και είναι κοντά στην καφετερία του Λαζαράκη. Κι ο Λαζαράκης, δε λέω, είναι καλός κι αυτός και με κερνάει πολλές φορές φραπέ με καλαμάκι και κακάο με φουσκάλες. Όμως άμα το μαγαζί έχει πολύ κόσμο, δε με αφήνει να μπω μέσα, "΄Eλα αύριο", λέει, κι εγώ δε μιλάω αλλά τσατίζομαι. Bέβαια πιο πολύ τσατίζομαι όταν σκέφτομαι τον πούστη το θείο μου, που μ' έκλεψε τις λίρες και έπαθα την κρίση. Eγώ μ' εκείνες τις λίρες θα γινόμουνα κύριος και κύριος κι αυτός ο πούστης ήρθε μια μέρα που έλειπα και τις έκλεψε. Κι ύστερα με χτύπησε κιόλας από πάνω για ευχαριστώ. Όμως του τη φυλάω. Σε όλους τη φυλάω! Και στα τσογλάνια που με πετάνε πέτρες και στα άλλα τα τσογλάνια που κάθονται στην καφετερία του Κωστάκη και με φωνάζουνε "Ράμπο" και "Ράμπο" και ρίχνουνε αλάτι στον καφέ με το γάλα που πίνω. Tώρα δε μιλάω γιατί μπορεί να με πετάξουν και γιαούρτια στα μούτρα ή και κλούβια αυγά. Κάνω πως δεν καταλαβαίνω, όμως όταν έρθει η ώρα, θα τους γαμήσω όλους από πίσω και θα φωνάζουν αλληλούγια.
Aλλά η πλάκα είναι ότι πεινάω κιόλας. Aπ' το πρωί τίποτα δεν έφαγα, μόνο μισό γλυκό που μ' έδωσε στην πλατεία ένας καλός ξένος κύριος με σακάκι και ένα μήλο που έκλεψα απ' το μανάβη. Στα xωράφια δεν ξαναπάω, γιατί θα με κυνηγάνε πάλι με τις Tουότες να με χτυπήσουνε# άσε που απ' τα πολλά πράσινα ροδάκινα μ' ερχόταν δυο μέρες συνέχεια ευκοίλια. Bέβαια είναι άσχημο πράμα να πεινάς, όμως και τι να κάνεις;
Καμιά φορά λέω να ήμουνα ένα πουλί. Nα έπαιρνα φόρα και να πετούσα ψηλά ψηλά ως τα σύννεφα. Nα πηγαίνω όπου θέλω, να κάνω ό,τι θέλω κι ό,τι μου γουστάρει και να μη νοιάζομαι ούτε για φαΐ ούτε για τίποτα. Μονάχα να πετάω ψηλά ψηλά. Tώρα σάματις τι κάνω; Όλη μέρα περπατάω και περπατάω κι ύστερα κουράζομαι και κοιμάμαι. Ευτυχώς είναι κι αυτό εδώ το χάλασμα που δε μ' αφήνει να κρυώνω και να βρέχομαι. Όταν ήρθα στην αρχή, ήταν από παντού ανοιχτό και έμπαινε πολύ κρύο και αέρας. Όμως μετά έβαλα στις πόρτες και στα παράθυρα λαμαρίνες και τσουβάλια και σανίδια. Και στο ταβάνι που έσταζε έβαλα ένα μακρύ νάιλον με πέτρες στις άκρες. Και τώρα όλα είναι μια χαρά. ΄Exω και το ωραίο μου το στρώμα που το πήρα από τα τσαΐρια που πετάει το χωριό τα σκουπίδια, τoυ έβαλα και μερικά τσούλια από πάνω κι έγινε αφράτο αφράτο.
Καλό είναι το σπίτι, όμως εγώ δεν μπορώ να κάτσω - μόνο τo βράδυ. Tη μέρα όλο γυρνάω, δεν μπορώ να κάθομαι σ' ένα μέρος γιατί παθαίνω νεύρα. Aλλά και τι καταλαβαίνω όταν κάθομαι; Σήμερα πoυ ταχτοποιούσα κιόλας τους τενεκέδες με τα νερά, πέρασαν τα κωλόπαιδα και με πέταξαν πέτρες. Άμα ήμουνα αλλού, θα με πετούσαν πέτρες; Δε θα με πετούσαν. Και προχτές που καθόμουνα κάτω απ' τη συκιά και κοίταζα τα περιοδικά με τα αυτοκίνητα, παρά τρίχα θα με έπιανε ο πούστης ο θείος μου. Τελευταία στιγμή το πήρα χαμπάρι κι έτρεξα και γλίτωσα. Άμα με έπιανε, θα με πήγαινε πάλι στον κουρέα. Θα με έδενε, όπως κάμνει τις άλλες φορές, με το σκοινί στο κάθισμα και θα με έκοβε και τα μαλλιά και τα γένια. Μπορεί να με κούρευε και λουξ. Ή μπορεί και να με πήγαινε στο τρελάδικο στη Σαλονίκη, όπως πέρσι. Aλλά εγώ μαλάκας είμαι; Σε τρεις μέρες σηκώθηκα κρυφά κι έφυγα. Και γύρισα με τα πόδια πίσω στο χωριό. Tότες ήταν που βρήκα κι αυτήνα τη δικηγορίστικια τσάντα. Σαν γιατρός είμαι όταν την κρατάω, ε; Και τη γέμισα με γούρνα κι ανέβα στο δέντρο, κόψε λίγα μούρα..." κι ανέβαινα μάνι μάνι εγώ, τα έκοβα κι ύστερα καθόμασταν και τα τρώγαμε και ήταν ωραία. Τώρα όμως πάει η θεία Ελισάβετε, πάει και η μουριά, γιατί την κόψανε οι ξένοι που αγοράσανε το σπίτι και χτίσανε περίφραξη.
Αυτοί οι ξένοι είναι από μια μεγάλη πόλη. Έρχονται εδώ τα καλοκαίρια και ξεκουράζονται. Είναι ένας άντρας και μια γυναίκα, χωρίς παιδιά, με άσπρα μαλλιά κι ένα άσπρο αυτοκίνητο που τρέχει πολύ. Ο άντρας είπε μια φορά που περνούσε απ' έξω "Παλικάρι, έλα να σε κεράσουμε κάτι", αλλά εγώ δεν πήγα, γιατί έμοιαζε με τους γιατρούς στο τρελοκομείο της Σαλονίκης και τον φοβήθηκα. Μπορεί να είναι γιατρός και να με κάνει ενέσα ή να με δώσει χάπια και να κοιμάμαι συνέχεια. Άσε καλύτερα!
Βέβαια ο Κοσανέστης είπε πως είναι έμπορας, όχι γιατρός, όμως πού το ξέρω εγώ; Τη σήμερον ημέρα, που λένε, δεν μπορείς να έχεις πουθενά εμπιστοσύνη. Ούτε στη μάνα σου ούτε στον αδερφό σου ούτε σε κανένα. Εδώ θείος μου ήτανε ο άλλος, αδερφός του συχωρεμένου του πατέρα μου - ίδιο αίμα δηλαδή - και ήρθε και μ' έκλεψε τις λίρες που μ' άφησε η γιαγιά η Νίνα. Κι ας ήτανε πλούσιος, ας είχε ένα σωρό λεφτά ο άπληστος, ο κωλομπαράς, κι ας ήξερε ότι εγώ μόνο αυτές τις λίρες είχα και τίποτα παραπάνω κι ότι μ' αυτές σκόπευα ν' ανοίξω μια δουλειά και να γίνω άνθρωπος.
Ήρθε και με τις έκλεψε και με χτύπησε κιόλας γι ευχαριστώ. Και τώρα με κυνηγάει για να με βάλει στο τρελοκομείο και να μπορέσει να φάει με την ησυχία του τα δέκα στρέμματα που έχω στο βουνό. Όμως εγώ... έννοια σου εγώ. Θα τον κανονίσω. Ξέρω καλά τι θα κάνω πολύ καλά. Τα υπολόγισα όλα με το νι και με το σίγμα: την άλλη φορά που θα έρθει να με πιάσει, θα έχω επάνω μου ένα πολύ μεγάλο κατσαβίδι, θα κάνω δήθεν πως δεν τον κατάλαβα, κι όταν φτάσει σιγά σιγά από πίσω μου, θα γυρίσω απότομα και θα του το καρφώσω με δύναμη στο λαιμό, μια και δυο και τρεις φορές. Να τον δω να σπαρταράει σαν το ψάρι ο πούστης!
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Επειδή...το Κράτος δεν μπορεί παρά να σκοτώνει τους αντιστεκόμενους όλων των ηλικιών
Επειδή...οι μπάτσοι ποτέ δεν ήταν και ποτέ δεν θα είναι κάτι άλλο από γουρούνια και δολοφόνοι
Επειδή...οι δικαστές πάντα θα φιλάνε τις κατουρημένες ποδιές των καθαρμάτων που τους χορήγησαν πανεπιστήμιο και καριέρα
Επειδή...Ζωή δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά συνεχή σύγκρουση με τις δυνάμεις που παράγουν θάνατο σε όλες τις μορφές του
Επειδή...το όνειρο των ανθρώπων το αποτελούν οι έμποροι,οι κομματάρχες,οι βιαστές,οι δημαγωγοί,οι ψηφοφόροι και οι καταναλωτές
Επειδή...δεν έχει νόημα η <<φαντασία>> που φιλοδοξεί να πάει στην εξουσία
...γι΄αυτό είμαστε υπερήφανοι που είμαστε...
******************(Α)ΝΑΡΧΙΚΟΙ******************
φαντασία>
Επειδή...οι μπάτσοι ποτέ δεν ήταν και ποτέ δεν θα είναι κάτι άλλο από γουρούνια και δολοφόνοι
Επειδή...οι δικαστές πάντα θα φιλάνε τις κατουρημένες ποδιές των καθαρμάτων που τους χορήγησαν πανεπιστήμιο και καριέρα
Επειδή...Ζωή δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά συνεχή σύγκρουση με τις δυνάμεις που παράγουν θάνατο σε όλες τις μορφές του
Επειδή...το όνειρο των ανθρώπων το αποτελούν οι έμποροι,οι κομματάρχες,οι βιαστές,οι δημαγωγοί,οι ψηφοφόροι και οι καταναλωτές
Επειδή...δεν έχει νόημα η <<φαντασία>> που φιλοδοξεί να πάει στην εξουσία
...γι΄αυτό είμαστε υπερήφανοι που είμαστε...
******************(Α)ΝΑΡΧΙΚΟΙ******************
φαντασία>
Άρης Βελουχιώτης
ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ ΕΞΕΓΕΡΣΗΣ
1. ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΚΑΤΑΡΓΕΙΤΑΙ Ο ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ – Ο ΠΑΛΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΘΑΜΜΕΝΟΣ ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΗ ΣΚΟΝΗ ΤΗΣ ΠΛΗΞΗΣ ΕΙΝΑΙ ΠΛΕΟΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ(ΟΔΟΔΕΙΚΤΗΣ ΠΡΟΣ ΕΝΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΜΕΛΛΟΝ)
2. ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ ΑΠΕΚΔΥΟΜΕΘΑ ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΜΑΣ ΔΕΡΜΑ – ΟΛΟΓΥΜΝΟΙ ΚΙ ΩΡΑΙΟΙ ΩΣ ΟΝΕΙΡΑ ΕΑΡΙΝΑ, ΒΑΔΙΖΟΥΜΕ ΠΡΟΣ AYTO ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΦΑΝΕΡΩΘΕΙ ΑΚΟΜΑ
3. ΚΥΟΦΟΡΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΕΑΥΤΟΥΣ ΜΑΣ – ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΘΑ ΓΕΝΝΗΘΕΙ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟ
4. ΤΑΞΙΔΕΥΟΥΜΕ ΣΤΟ ΑΠΕΙΡΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΙΡΙΔΙΖΟΥΣΕΣ ΠΟΜΦΟΛΥΓΕΣ ΤΩΝ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΝ ΜΑΣ – ΑΝΑΖΗΤΟΥΜΕ ΕΝΑΝ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΤΟΠΟ ΝΑ ΑΠΟΙΚΗΣΟΥΜΕ
5. ΠΥΡΠΟΛΟΥΜΕ ΤΙΣ ΓΕΦΥΡΕΣ “ΠΑΡΕΛΘΟΝ” ΚΑΙ “ΜΕΛΛΟΝ” – ΔΕΝ ΜΑ΄Σ ΤΡΟΜΑΖΕΙ ΤΟ ΧΑΟΣ ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΜΑΣ – ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΙ ΜΕΤΕΩΡΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ ΤΟΥ “ΤΩΡΑ”
6. ΛΕΞΕΙΣ-ΜΟΛΟΤΩΦ ΣΚΑΝΕ ΣΤΑ ΜΥΑΛΑ ΚΑΙ ΠΥΡΠΟΛΟΥΝ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΙΣ – ΠΡΟΣΟΧΗ! ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΕΥΛΕΚΤΑ ΑΠ’ ΤΗ ΒΕΝΖΙΝΗ
7. ΘΡΥΜΜΑΤΙΖΟΥΜΕ ΤΗ ΒΙΤΡΙΝΑ ΤΟΥ ΕΓΩΙΣΜΟΥ – ΚΑΙΜΕ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΥΜΕ Ο,ΤΙ ΦΥΛΑΚΙΖΕΙ ΤΙΣ ΨΥΧΕΣ ΜΑΣ
8. ΟΙ ΚΡΑΥΓΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΣΤΟΜΑΤΑ ΜΑΣ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΓΙΓΑΝΤΙΑ ΚΛΑΔΙΑ –ΔΕΣΤΕ! ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΔΕΝΟΥΝ ΣΧΟΙΝΙΑ – ΚΑΝΟΥΝ ΚΟΥΝΙΑ – ΓΕΛΟΥΝ ΚΑΙ ΚΡΕΜΟΥΝ ΕΝΑΝ ΧΟΝΤΡΟ ΤΡΑΠΕΖΙΤΗ
9. ΠΩ΄Σ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΝΑ ΔΙΚΑΣΕΙ ΤΗΝ ΑΘΩΩΤΗΤΑ; – Η ΑΘΩΩΤΗΤΑ ΑΠΟ ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ ΣΕ ΑΧΡΗΣΤΙΑ ΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
10. ΟΙ ΝΟΜΟΙ ΕΙΝΑΙ ΦΕΡΕΤΡΑ – Η ΤΑΞΗ, ΤΑ ΣΤΑΥΡΩΜΕΝΑ ΧΕΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΣΤΗΘΟΣ ΤΟΥΣ
11. ΔΕΣΤΕ! – ΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ΜΑΣ ΕΓΙΝΑΝ ΦΛΟΓΕΣ! ΨΗΛΑΦΟΥΝ ΤΑ ΣΚΟΤΑΔΙΑ
12. ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΕΙΝΑΙ ΑΓΡΑΦΟ – ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΚΡΑΤΑΜΕ ΕΜΕΙΣ ΤΟ ΣΤΥΛΟ
13. Η “ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ” ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΠΟΥ ΠΡΟΠΟΡΕΥΕΤΑΙ ΣΤΗ ΔΙΑΔΗΛΩΣΗ – ΞΑΦΝΙΚΑ ΣΧΙΖΕΙ ΤΟ ΦΟΡΕΜΑ ΤΟΥ – ΤΑ ΣΤΗΘΗ ΤΟΥ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ ΚΑΙ ΠΕΤΟΥΝ – ΣΤΗ ΘΕΑ ΤΟΥ ΑΙΔΟΙΟΥ ΤΟΥ ΟΛΕΣ ΟΙ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΥΠΟΧΩΡΟΥΝ ΠΑΝΙΚΟΒΛΗΤΕΣ
14. ΣΥΜΒΟΥΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΣΤΕΝΟΜΥΑΛΟΥΣ: ΠΕΤΑΞΤΕ ΤΑ ΜΥΑΛΑ ΣΑΣ ΣΤΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ – ΑΦΗΣΤΕ ΚΕΝΟ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΣΑΣ, ΝΑ ’ΡΘΟΥΝ ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ ΝΑ ΦΩΛΙΑΣΟΥΝ. ΝΑ ’ΡΘΕΙ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ Η ΑΝΟΙΞΗ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ!
15. ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ: ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ – ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΟ ΑΝΤΙΘΕΤΟ. Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ – ΤΩΡΑ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ ΤΑ ΠΑΝΤΑ – ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ ΕΝΤΟΣ ΜΑΣ
16. ΜΕ ΒΟΓΓΗΤΑ, ΣΚΟΤΑΔΙΑ, ΔΑΚΡΥΑ, ΚΡΟΤΟΥΣ, ΚΡΑΥΓΕΣ, ΛΑΜΨΕΙΣ, ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΟΥΜΕ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ Θ’ ΑΚΟΥΣΤΕΙ ΑΥΡΙΟ ΤΟ ΠΙΟ ΤΡΥΦΕΡΟ, “Σ’ ΑΓΑΠΩ”
17. ΜΕ ΤΑ ΚΟΥΡΕΛΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΛΙΑΧΤΩΝ ΜΑΣ, Ο ΑΝΕΜΟΣ ΡΑΒΕΙ ΤΟ ΦΟΡΕΜΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ
18. ΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΧΕΤΕ ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ – ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ ΟΛΟ ΚΑΙ ΠΙΟ ΠΟΛΥ – ΓΙΑΤΙ Ο,ΤΙ ΠΙΟ ΠΟΛΥ ΦΟΒΑΣΤΕ, ΑΥΤΟ ΑΝΑΠΟΤΡΕΠΤΑ ΘΑ ΣΥΜΒΕΙ
19. ΦΟΒΑΣΤΕ ΓΙΑΤΙ ΠΟΤΕ΄ ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΑΤΕ – ΕΙΣΤΕ ΕΝΑ ΑΝΟΥΣΙΟ ΟΝΕΙΡΟ – ΜΟΛΙΣ ΞΥΠΝΗΣΟΥΜΕ ΘΑ ΔΙΑΛΥΘΕΙΤΕ ΣΑΝ ΠΡΩΙΝΗ ΟΜΙΧΛΗ – Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΑΚΟΜΑ
20. ΘΑ ’ΡΘΕΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΘΑ ΚΟΙΤΑΖΟΥΜΕ ΤΑ ΧΑΡΤΟΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΘΑ ΘΥΜΟΜΑΣΤΕ ΣΕ ΤΙ ΜΑ΄Σ ΧΡΗΣΙΜΕΥΑΝ
21. ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΞΕΚΑΘΑΡΙΣΟΥΜΕ ΑΠΑΞ ΔΙΑ ΠΑΝΤΟΣ: Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΧΩΡΙΣ ΕΜΑΣ – ΕΜΕΙΣ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ ΧΩΡΙΣ ΑΥΤΗΝ (ΚΑΙ ΜΑΛΙΣΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ) – Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΡΟΥΦΑΕΙ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΜΑΣ – ΛΕΗΛΑΤΕΙ ΤΗ ΖΩΗ
22. ΔΟΚΙΜΑΣΤΕ ΤΟ, ΠΕΤΥΧΑΙΝΕΙ! ΕΜΦΑΝΙΣΤΕ ΚΙ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΑΝΟΙΓΟΚΛΕΙΝΟΝΤΑΣ ΤΑ ΒΛΕΦΑΡΑ
23. ΖΩ ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ, ΑΝΑ ΠΑΣΑ ΣΤΙΓΜΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΩ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΩ ΚΟΣΜΟΥΣ – Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ Ή ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΙΗΤΙΚΗ, Ή ΔΕΝ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΟΛΟΥ
24. ΔΕΣΤΕ! ΜΕΣΑ ΑΠ’ ΤΟΥΣ ΚΑΠΝΟΥΣ ΤΩΝ ΔΑΚΡΥΓΟΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΥΡΠΟΛΗΜΕΝΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ, Η ΣΕΛΗΝΗ ΔΙΑΒΑΙΝΕΙ ΑΤΑΡΑΧΗ – ΑΦΟΥΓΚΡΑΣΤΕΙΤΕ! ΜΕΣΑ ΑΠ’ ΤΟΥΣ ΚΡΟΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΝΘΗΜΑΤΑ, ΜΙΑ ΑΠΟΚΟΣΜΗ ΜΕΛΩΔΙΑ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ
25. ΧΡΟΝΙΑ ΚΟΥΚΟΥΛΩΜΕΝΟΣ ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΙΣ ΒΡΩΜΙΚΕΣ ΚΟΥΒΕΡΤΕΣ ΤΗΣ ΑΝΙΑΣ, ΔΕΝ ΕΥΡΙΣΚΑ ΛΟΓΟ ΝΑ ΣΗΚΩΘΩ ΑΠ’ ΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ – ΞΑΦΝΙΚΑ ΘΥΜΗΘΗΚΑ ΟΤΙ ΕΙΧΑ ΝΑ ΦΤΙΑΞΩ ΕΝΑΝ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΚΟΣΜΟ ΚΑΙ ΠΕΤΑΧΤΗΚΑ ΟΡΘΙΟΣ
26. ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΚΑΤΑΝΟΕΙ ΤΑ ΠΑΡΑΠΑΝΩ, ΕΧΕΙ ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΣΟΒΑΡΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ – ΕΙΝΑΙ ΝΕΚΡΟΣ ΚΑΙ ΦΑΝΤΑΖΕΤΑΙ ΟΤΙ ΖΕΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου