Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΞΥΠΝΑΕΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΚΡΥΦΕΣ

Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΞΥΠΝΑΕΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΚΡΥΦΕΣ


Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διήγημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διήγημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 12 Μαρτίου 2011

ΑΡΓΟΠΕΘΑΙΝΕΙ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ...


Pablo Neruda



ΑΡΓΟΠΕΘΑΙΝΕΙ
όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας, επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές,
όποιος δεν αλλάζει περπατησιά,
όποιος δεν διακινδυνεύει και δεν αλλάζει το χρώμα στα ρούχα του,

όποιος δεν μιλεί σε όποιον δεν γνωρίζει.

ΑΡΓΟΠΕΘΑΙΝΕΙ
όποιος αποφεύγει ένα πάθος,
όποιος προτιμά το μαύρο για το άσπρο και τα διαλυτικά σημεία στο "ι"
αντί ενός συνόλου συγκινήσεων που κάνουν να λάμπουν τα μάτια,
που μετατρέπουν ένα χασμουργητό σε ένα χαμόγελο,
που κάνουν την καρδιά να χτυπά στο λάθος και στα συναισθήματα.

ΑΡΓΟΠΕΘΑΙΝΕΙ
όποιος δεν αναποδογυρίζει το τραπέζι,
όποιος δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του,
όποιος δεν διακινδυνεύει την βεβαιότητα, για την αβεβαιότητα για να κυνηγήσει ένα όνειρο,

όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του να αποφύγει τις εχέφρονες συμβουλές.

ΑΡΓΟΠΕΘΑΙΝΕΙ
όποιος δεν ταξιδεύει,
όποιος δεν διαβάζει,
όποιος δεν ακούει μουσική,
όποιος δεν βρίσκει σαγήνη στον εαυτό του.

ΑΡΓΟΠΕΘΑΙΝΕΙ
όποιος καταστρέφει τον έρωτά του,
όποιος δεν επιτρέπει να τον βοηθήσουν,
όποιος περνάει τις μέρες του παραπονούμενος για τη τύχη του ή για την ασταμάτητη βροχή.

ΑΡΓΟΠΕΘΑΙΝΕΙ
όποιος εγκαταλείπει μια ιδέα του πριν την αρχίσει,
όποιος δεν ρωτά για πράγματα που δεν γνωρίζει.
Αποφεύγουμε τον θάνατο σε μικρές δόσεις,
όταν θυμόμαστε πάντοτε ότι για να είσαι ζωντανός χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη από το απλό γεγονός της αναπνοής.



Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2011

Διήγημα από τη συλλογή "Πάτυ εκ του Πετρούλα"

Μάκης Τσίτας


Ο Γιάννος

ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ NA ΚOYNHΘΩ. ΜE BAΡEΣE ΜE ΜIA ΠETΡA ένα κωλόπαιδο και μούδιασε ολόκληρο το πόδι μου το δεξιό. Μεγάλη πέτρα, το μπαστάρδι, ίσαμε πενήντα κιλά θα ήταν. Άμα το πιάσω κι αυτό και την παρέα του, θα τους γαμήσω το νταχτιρντί. Κάθε φορά έτσι με κάνουν τα πούστικα. Κάθε φορά έρχονται και με πετάνε πέτρες. Κι άμα τα πεις στους πατεράδες τους, ούτε που σε πιστεύουν. Δηλαδή τι να πιστέψουν, ούτε ένα τσιγαράκι δε με κερνάνε. Άμα δεν ήτανε ο ξάδερφος ο Δημητρός, δε θα είχα να καπνίζω τίποτα. Καλό παιδί ο Δημητρός, δουλεύει και στο εργοστάσιο που λιώνουνε τις εφημερίδες και κάνουνε αυγοθήκες, όμως και η γυναίκα του καλή. Μοιάζει περίπου με Γερμανίδα και τη φωνάζουνε Nάνσυ, αλλά και ελληνικά μιλάει και με δίνει και κουλουράκια όταν περνάω από το σπίτι τους, που έχει όλο άσπρο με ξυλένια παντζούρια και είναι κοντά στην καφετερία του Λαζαράκη. Κι ο Λαζαράκης, δε λέω, είναι καλός κι αυτός και με κερνάει πολλές φορές φραπέ με καλαμάκι και κακάο με φουσκάλες. Όμως άμα το μαγαζί έχει πολύ κόσμο, δε με αφήνει να μπω μέσα, "΄Eλα αύριο", λέει, κι εγώ δε μιλάω αλλά τσατίζομαι. Bέβαια πιο πολύ τσατίζομαι όταν σκέφτομαι τον πούστη το θείο μου, που μ' έκλεψε τις λίρες και έπαθα την κρίση. Eγώ μ' εκείνες τις λίρες θα γινόμουνα κύριος και κύριος κι αυτός ο πούστης ήρθε μια μέρα που έλειπα και τις έκλεψε. Κι ύστερα με χτύπησε κιόλας από πάνω για ευχαριστώ. Όμως του τη φυλάω. Σε όλους τη φυλάω! Και στα τσογλάνια που με πετάνε πέτρες και στα άλλα τα τσογλάνια που κάθονται στην καφετερία του Κωστάκη και με φωνάζουνε "Ράμπο" και "Ράμπο" και ρίχνουνε αλάτι στον καφέ με το γάλα που πίνω. Tώρα δε μιλάω γιατί μπορεί να με πετάξουν και γιαούρτια στα μούτρα ή και κλούβια αυγά. Κάνω πως δεν καταλαβαίνω, όμως όταν έρθει η ώρα, θα τους γαμήσω όλους από πίσω και θα φωνάζουν αλληλούγια.

Aλλά η πλάκα είναι ότι πεινάω κιόλας. Aπ' το πρωί τίποτα δεν έφαγα, μόνο μισό γλυκό που μ' έδωσε στην πλατεία ένας καλός ξένος κύριος με σακάκι και ένα μήλο που έκλεψα απ' το μανάβη. Στα xωράφια δεν ξαναπάω, γιατί θα με κυνηγάνε πάλι με τις Tουότες να με χτυπήσουνε# άσε που απ' τα πολλά πράσινα ροδάκινα μ' ερχόταν δυο μέρες συνέχεια ευκοίλια. Bέβαια είναι άσχημο πράμα να πεινάς, όμως και τι να κάνεις;

Καμιά φορά λέω να ήμουνα ένα πουλί. Nα έπαιρνα φόρα και να πετούσα ψηλά ψηλά ως τα σύννεφα. Nα πηγαίνω όπου θέλω, να κάνω ό,τι θέλω κι ό,τι μου γουστάρει και να μη νοιάζομαι ούτε για φαΐ ούτε για τίποτα. Μονάχα να πετάω ψηλά ψηλά. Tώρα σάματις τι κάνω; Όλη μέρα περπατάω και περπατάω κι ύστερα κουράζομαι και κοιμάμαι. Ευτυχώς είναι κι αυτό εδώ το χάλασμα που δε μ' αφήνει να κρυώνω και να βρέχομαι. Όταν ήρθα στην αρχή, ήταν από παντού ανοιχτό και έμπαινε πολύ κρύο και αέρας. Όμως μετά έβαλα στις πόρτες και στα παράθυρα λαμαρίνες και τσουβάλια και σανίδια. Και στο ταβάνι που έσταζε έβαλα ένα μακρύ νάιλον με πέτρες στις άκρες. Και τώρα όλα είναι μια χαρά. ΄Exω και το ωραίο μου το στρώμα που το πήρα από τα τσαΐρια που πετάει το χωριό τα σκουπίδια, τoυ έβαλα και μερικά τσούλια από πάνω κι έγινε αφράτο αφράτο.

Καλό είναι το σπίτι, όμως εγώ δεν μπορώ να κάτσω - μόνο τo βράδυ. Tη μέρα όλο γυρνάω, δεν μπορώ να κάθομαι σ' ένα μέρος γιατί παθαίνω νεύρα. Aλλά και τι καταλαβαίνω όταν κάθομαι; Σήμερα πoυ ταχτοποιούσα κιόλας τους τενεκέδες με τα νερά, πέρασαν τα κωλόπαιδα και με πέταξαν πέτρες. Άμα ήμουνα αλλού, θα με πετούσαν πέτρες; Δε θα με πετούσαν. Και προχτές που καθόμουνα κάτω απ' τη συκιά και κοίταζα τα περιοδικά με τα αυτοκίνητα, παρά τρίχα θα με έπιανε ο πούστης ο θείος μου. Τελευταία στιγμή το πήρα χαμπάρι κι έτρεξα και γλίτωσα. Άμα με έπιανε, θα με πήγαινε πάλι στον κουρέα. Θα με έδενε, όπως κάμνει τις άλλες φορές, με το σκοινί στο κάθισμα και θα με έκοβε και τα μαλλιά και τα γένια. Μπορεί να με κούρευε και λουξ. Ή μπορεί και να με πήγαινε στο τρελάδικο στη Σαλονίκη, όπως πέρσι. Aλλά εγώ μαλάκας είμαι; Σε τρεις μέρες σηκώθηκα κρυφά κι έφυγα. Και γύρισα με τα πόδια πίσω στο χωριό. Tότες ήταν που βρήκα κι αυτήνα τη δικηγορίστικια τσάντα. Σαν γιατρός είμαι όταν την κρατάω, ε; Και τη γέμισα με γούρνα κι ανέβα στο δέντρο, κόψε λίγα μούρα..." κι ανέβαινα μάνι μάνι εγώ, τα έκοβα κι ύστερα καθόμασταν και τα τρώγαμε και ήταν ωραία. Τώρα όμως πάει η θεία Ελισάβετε, πάει και η μουριά, γιατί την κόψανε οι ξένοι που αγοράσανε το σπίτι και χτίσανε περίφραξη.

Αυτοί οι ξένοι είναι από μια μεγάλη πόλη. Έρχονται εδώ τα καλοκαίρια και ξεκουράζονται. Είναι ένας άντρας και μια γυναίκα, χωρίς παιδιά, με άσπρα μαλλιά κι ένα άσπρο αυτοκίνητο που τρέχει πολύ. Ο άντρας είπε μια φορά που περνούσε απ' έξω "Παλικάρι, έλα να σε κεράσουμε κάτι", αλλά εγώ δεν πήγα, γιατί έμοιαζε με τους γιατρούς στο τρελοκομείο της Σαλονίκης και τον φοβήθηκα. Μπορεί να είναι γιατρός και να με κάνει ενέσα ή να με δώσει χάπια και να κοιμάμαι συνέχεια. Άσε καλύτερα!

Βέβαια ο Κοσανέστης είπε πως είναι έμπορας, όχι γιατρός, όμως πού το ξέρω εγώ; Τη σήμερον ημέρα, που λένε, δεν μπορείς να έχεις πουθενά εμπιστοσύνη. Ούτε στη μάνα σου ούτε στον αδερφό σου ούτε σε κανένα. Εδώ θείος μου ήτανε ο άλλος, αδερφός του συχωρεμένου του πατέρα μου - ίδιο αίμα δηλαδή - και ήρθε και μ' έκλεψε τις λίρες που μ' άφησε η γιαγιά η Νίνα. Κι ας ήτανε πλούσιος, ας είχε ένα σωρό λεφτά ο άπληστος, ο κωλομπαράς, κι ας ήξερε ότι εγώ μόνο αυτές τις λίρες είχα και τίποτα παραπάνω κι ότι μ' αυτές σκόπευα ν' ανοίξω μια δουλειά και να γίνω άνθρωπος.

Ήρθε και με τις έκλεψε και με χτύπησε κιόλας γι ευχαριστώ. Και τώρα με κυνηγάει για να με βάλει στο τρελοκομείο και να μπορέσει να φάει με την ησυχία του τα δέκα στρέμματα που έχω στο βουνό. Όμως εγώ... έννοια σου εγώ. Θα τον κανονίσω. Ξέρω καλά τι θα κάνω πολύ καλά. Τα υπολόγισα όλα με το νι και με το σίγμα: την άλλη φορά που θα έρθει να με πιάσει, θα έχω επάνω μου ένα πολύ μεγάλο κατσαβίδι, θα κάνω δήθεν πως δεν τον κατάλαβα, κι όταν φτάσει σιγά σιγά από πίσω μου, θα γυρίσω απότομα και θα του το καρφώσω με δύναμη στο λαιμό, μια και δυο και τρεις φορές. Να τον δω να σπαρταράει σαν το ψάρι ο πούστης!

Τετάρτη 10 Μαρτίου 2010

"Θέμα Προτεραιοτήτων"

Προκυρήξεις. Αυτό είχε πάνω του. Ένα μεγάλο πάκο προκυρήξεις χωμένο στο σακίδιο στην πλάτη του. Και από πάνω τοποθετημένο προσεκτικά ώστε να κρύβει τα χαρτιά αν ανοίξει και κοιτάξει κανείς, ένα πράσινο αδιάφορο φούτερ. Χτυπούσε νευρικά τα δυό δάχτυλα στο κυλιόμενο κάγκελο του κυλιόμενου πεζοδρομίου. Περίμενε να τον πάει ο διάδρομος μέχρι τη γωνία. Και αυτή η αναμονή τον εξουθένωνε. Το φορτίο που κουβαλάει δεν είναι της πλάκας.

Στη γωνία κατέβηκε απο τον διάδρομο που τελείωνε και περίμενε το φανάρι να ανάψει. Αυτός ο χοντρός τόση ώρα ήταν πίσω του, και τώρα δίπλα του. Μεσήλικας κολλημένος πάνω του, σε βαθμό που ένιωθε την μεσήλικη ανάσα του στο σβέρκο. Τι σκατά να θέλει αυτός. Είχε συνωστισμό.

Πρωί στην πόλη. Όλοι κυκλοφορούν με μοναδικό σκοπό θαρρείς να δείξουν πως υπάρχουν. Πως στην γκρίζα πόλη με τον μόνιμα συννεφιασμένο και γκρίζο ουρανό, υπάρχει ακόμη ζωή, κλεισμένη μέσα σε γκρίζα και μαύρα ρούχα, φρεσκοξυρισμένη ή καλοχτενισμένη, πλυμένη με σαπούνια καφεΐνης, ψεκασμένη με λακ και λοσιόν, πάντα σοβαρή και ατσαλάκωτη. Χωρίς παρεκλίσεις και δυσαναλογίες. Με αιτίες και εξηγήσεις, μαθηματικά και διατάγματα, με ποσοτικοποιημένη ηδονή και ευθείες. Και με συγκατάβαση.

Σκέφτηκε πως ανησυχούσε υπερβολικά χωρίς λόγο. Είναι απλά συνωστισμός, ο συνηθισμένος. Παρόλαυτα, κάθε φορά που η άκρη μια τσάντας τον ακουμπούσε τυχαία εκείνος ένιωθε την κάνη ενός όπλου, και η καρδιά του σφιγγόταν περιμένοντας να ακούσει ενα απρόσωπο «Ακολουθήστε με παρακαλώ». Όμως η τσάντα απομακρυνόταν χωρίς να του δώσει σημασία, ίσως και ενοχλημένη, κι εκείνος ένιωθε το κεφάλι του να ξεφουσκώνει απο το αίμα με μια ανάσα ανακουφίσης.

Πέρασε απέναντι, έφευγε απο το κέντρο, εδώ δεν είχε κυλιόμενα πεζοδρόμια, και λιγότεροι τον ακολουθούσαν αυτή τη φορά. Οι ώμοι του τον πονούσαν, οι προκυρήξεις ήταν αρκετά βαριές. Κουράγιο, σκέφτηκε. Τώρα έφτανε.

Και οι φάτσες ακόμη, αλλάζουν σ’αυτές τις γειτονιές. Προσπερνούσε βιαστικός άγνωστα πρόσωπα, χωρίς κόκκινα μάγουλα μεγαλωμένα με συνθετικές βιταμίνες. Κανείς δεν τον κοιτούσε, εκείνος όμως τους κοιτούσε όλους, τουλάχιστον όταν δεν είχε φορτίο να σκέφτεται. Ολόιδια σπίτια στη σειρά με εξωτερικές σιδερένιες σκάλες, και τσιμεντένια ημιυπόγεια. Ορθογώνια παράθυρα, και εξωτερικούς τοίχους βαμμένους όλους σε μια μίξη καφέ και μαύρου. Χαμηλά σπίτια, ξεχαρβαλωμένα. Στέγες μιζέριας και κακοτυχίας, κανείς πλούσιος ή ευτυχισμένος δεν έμενε σ’αυτές τις γειτονιές. Και αυτά τα δυο είναι συνώνυμα για πολλούς, σκέφτηκε.

Όσο πιο κοντά έφτανε στο σπίτι τόσο περισσότερο τον κυρίευε το άγχος. Είκοσι βήματα, δέκα, πέντε, και νάτο. Πέρασε την κάρτα του στην κλειδαριά και η πόρτα άνοιξε. Κοιτώντας μια τελευταία φορά πίσω του μπήκε μέσα, έκλεισε την πόρτα και πήρε μια βαθιά άνασα ανακούφισης. Η πρώτη του φορά στέφθηκε με επιτυχία. Και ήλπιζε να είναι πάντα έτσι. Κοίταξε το ρολόι του. Είχε είκοσι λεπτά να κρύψει τις προκυρήξεις σε ένα ασφαλές μέρος στο σπίτι, πριν γυρίσει ο αδερφός του απο τη δουλειά. Σκεφτόμενος αυτό άρχισε να ανεβαίνει δυό δυό τις σκάλες.

* * *

Ο αδερφός του, λίγο μεγαλύτερος απο τον ίδιο, απόφασισε να καταταγεί στην αστυνομία στα νιάτα του. Όχι πως είχε ποτέ καμία κλίση ή ανυσηχία για την τήρηση του νόμου και της τάξης. Το μόνο που είχε ήταν ανάγκη απο ένα σταθερό εισόδημα, τη στιγμή που όλοι οι άλλοι χαροπαλεύουν για ένα μεροκάματο. Αν μπορούσε πότε πότε να έχει και την ψευδαίσθηση πως αυτός κάνει κουμάντο ακόμα καλύτερα. Τα υπόλοιπα ήρθαν μόνα τους. Απο την πλήρη αδιαφορία για οτιδήποτε, στην οποία βρισκόταν μέχρι εκείνη τη στιγμή, στην σχολή άρχισε να σχηματίζει απόψεις. Απόψεις οι οποίες ενισχύθηκαν και βελτιώθηκαν όσο συναναστρεφόταν με τους συναδέλφους του, και οι οποίες μετά απο μερικά χρόνια παγιώθηκαν στο κεφάλι του. Απόψεις οι οποίες δεν παρέκλιναν καθόλου απο εκείνες της αστυνομίας και του κράτους εν γένει. Ασφάλεια, μέτρηση, απόδοση.

Κυνηγούσε εγκληματίες, βιαστές, δολοφόνους, απαγωγείς και πάει λέγοντας. Αναρωτιόταν πως στο διάολο υπάρχει τόση διαστροφή στον κόσμο. Δηλαδή, δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ο ζητιάνος έκλεψε ένα καρβέλι ψωμί και δεν πήγε να δουλέψει για να το αγοράσει. Ούτε καταλάβαινε τύπους σαν εκείνον που κατακρεούργησε τη γυναίκα του και την έφαγε, ή την ομάδα που εξάρθρωσαν η οποία διοργάνωνε πάρτυ οργίων, και πόσο μάλλον τους περιθωριακούς αντικαθεστωτικούς με τη μανία τους να βάφουν, να πετούν προκυρήξεις απο τις ταράτσες και να τρομοκρατούν ηλεκτρονικά. Τι τους λείπει όλων αυτών; Γιατί όλοι οι υπόλοιποι δηλαδή είναι ήρεμοι και ευχαριστημένοι ενώ αυτά τα καθίκια παρανομούν και προκαλούν; Η επαναπροσαρμογή ήταν ότι ταίριαζε σε τέτοια μιάσματα. Ο ίδιος βέβαια το πήγαινε λίγο παραπέρα και αναρωτιόταν γιατί θα έπρεπε να ανέχονται γενικά τέτοια ξένα σώματα στην κοινωνία τους. Αλλά γενικά αποδεχόταν την δημοκρατική αντίληψη της επαναπροσαρμογής.

Όταν κάποιος διέπραττε ένα αδίκημα, όποιο και αν ήταν αυτό, αυτό σήμαινε πως στην διαδικασία προσαρμογής του στην κοινωνία κάτι πήγε στραβά, και οι γιατροί ήταν υπεύθυνοι να το διορθώσουν. Η διαδικασία της επαναπροσαρμογής μπορεί να κρατούσε από μερικές ώρες, μέχρι δυό τρείς μέρες ανάλογα την περίπτωση και περιλάμβανε την νέκρωση των ομάδων κυττάρων του εγκεφάλου με έξωθεν παρεμβολή, τα οποία ευθύνονται συνήθως για την στρεβλή προσαρμογή του ατόμου στη κοινωνία. Μετά την προσαρμογή το άτομο δεν είχε πλέον την ικανότητα να αισθανθεί ηδονή, και κατα συνέπεια ούτε επιθετικότητα. Υπήρχαν περιπτώσεις ατόμων που είχαν δυσκολία στην ομιλία, πέθαναν απο ανορεξία, και σχεδόν κανείς τους δεν μπορούσε να παράξει τέχνη ότι κι αν σήμαινε αυτό.

Με λίγα λόγια δεν μπορούσαν να εγκληματίσουν ποτέ ξανά. Το σύστημα αυτό είχε 97% επιτυχία. Οι επινοητές του κατάφεραν να καταργήσουν το περίπλοκο και ασφυκτικό σύστημα απόδοσης δικαιοσύνης του παρελθόντος μαζί με τα δικαστήρια και τις φυλακές που το αποτελούσαν. Τώρα οι πρώην εγκληματίες μπορούσαν να φανούν χρήσιμοι στην κοινωνία, δουλεύοντας στα δημόσια έργα μετά την επαναπροσαρμογή τους.
Ο αστυνομικός ήταν ευχαριστημένος απο τη δουλειά του. Και θα έκανε το παν για να γίνεται συνεχώς καλύτερος.

* * *

Τα χρόνια περνούσαν κι εκείνος βυθιζόταν όλο και περισσότερο στη ατονία της καθημερινότητας. Άλλαζε συνεχώς δουλειές, σχεδόν κάθε δυό μήνες. Παλιότερα προσπαθούσε να δημιουργήσει προσωπική ζωή, αλλά τελικά το παράτησε κι αυτό. Αφού κανένας άλλος δεν ενδιαφερόταν για κάτι τέτοιο, με ποιόν θα μπορούσε να την δημιουργήσει; Οι μόνοι άνθρωποι τους οποίους έβλεπε σε περιοδική βάση ήταν η παρέα του των αντικαθεστωτικών. Και αυτό ήταν η μόνη του κοινωνική ασχολία πλέον, πέρα απο την εργασία την οποία έτσι κι αλλιώς θεωρούσε καταναγκαστική οπότε δεν τη μετρούσε.

Αισθανόταν την μιζέρια σαν ένα μαύρο σύννεφο πάνω απο αυτή τη πόλη. Εργασία και χαρά χέρι χέρι.
Καμιά φορά στεκόταν στο πάρκο γυρνώντας απο τη δουλειά. Καθόταν σε ένα παγκάκι, και άλλωτε κοιτούσε κάτω, άλλωτε τους περαστικούς. Μερικοί τον κοιτούσαν περίεργα. Δεν είναι και τόσο συνηθισμένο ένας ώριμος άντρας να κάθεται σε παγκάκια στο πάρκο. Αυτά είναι για τα παιδιά.

Εκείνες τις στιγμές αναρωτιόταν αν είναι ο μόνος που αισθάνεται έτσι. Αναρωτιόταν αν τελικά είναι δυνατό κανείς άλλος να μην αντιλαμβάνεται όσα εκείνος, και μήπως τελικά είναι τρελός. Αυτή η ιδέα του καρφώθηκε για κάποιο διάστημα, και βάλθηκε να διαβάζει βιβλία ψυχολογίας. Σύντομα όμως τα πέταξε σαν χαζομάρες, και αποφάσισε πως είτε είναι τρελός είτε όχι, για τον ίδιο δεν έχει και τόση σημασία. Δεν τον νοιάζει. Αυτός θα συνεχίσει να αισθάνεται και να αποφασίζει με βάση τα εισερχόμενα μυνήματα του περιβάλλοντος του.

Κάποιες ώρες διάβαζε σπίτι τα βράδυα. Ο αδερφός του φυσικά δεν ήξερε τίποτα για την δράση του, αλλά κάποια πολιτικά βιβλία τα διάβαζε μπροστά του, μισο κρυφά μισο φανερά. Ο αδερφός του ποτέ δεν διάβαζε βιβλία και ούτε πολυέδινε σημασία. Προτιμούσε να βλέπει ταινίες ή τηλεόραση στον υπολογιστή.

Ο ίδιος απεχθανόταν την τηλεόραση. Ένα μέσο που υποτίθεται πως απευθύνεται σε όλους, μιλούσε μόνο για τα προβλήματα των δημοσιογράφων που το απαρτίζουν. Η τηλεόραση δεν έδειχνε ποτέ τίποτα άλλο, παρα μόνο για γάμους γεννήσεις και κηδείες δημοσιογράφων. Άλλες φορές οι ίδιοι πάλι άνθρωποι μιλούσαν απογοητευμένοι για τους κακούς βαθμούς των παιδιών τους στο σχολείο ή διεξήγαγαν ζωντανά τηλεψηφίσματα του κοινού για το χρώμα που θα επέλεγαν να βάψουν τους τοίχους των σπιτιών τους. Ο αδερφός του σε μια συζήτηση επι του θέματος, του είχε πεί πως έβρισκε εξαιρετικά ψυχαγωγικό το όλο θέαμα.

«Στην τελική» του πέταξε αδιάφορα «εσύ δεν έχεις κάτι το ξεχώριστο απο όλους εμάς τους υπόλοιπους για να μας πείς. Είσαι ο μέσος όρος όπως κι εγώ, αυτοί όμως σου δείχνουν κάτι καινούριο» είπε και γύρισε το βλέμμα του πάλι στην οθόνη.
Ο αδερφός του ήταν αστυνομικός. Εντολοδόχος και εκτελεστής της εξούσιας που ο ίδιος μαχόταν. Δεν τον μισούσε γι’αυτό. Άλλωστε με τον αδερφό του ποτέ δεν είχαν έρθει ιδιαίτερα κοντά. Όσο μεγάλωναν μάλιστα συνέβαινε το αντίθετο. Όχι δεν τον μισούσε. Αλλά ένιωθε ένα βαθύ οίκτο γι’αυτόν. Οίκτο αγάπης. Όπως και να ‘χε ήταν αδέρφια, δεν μπορούσε να πνίξει τα όποια συναισθήματά του σε έναν στείρο ορθολογισμό.

Το θέμα είναι πως δεν σκεφτόταν συχνά τον αδερφό του. Αυτό που τριγύριζε στο μυαλό του τελευταία πάλι και πάλι και πάλι ήταν ο βορράς. Η κατάσταση εκεί είχε φτάσει στο χείλος του γκρεμού. Τα νέα από τα βόρεια της χώρας ήταν εξαιρετικά αισιόδοξα για εκείνον και τους άλλους αντικαθεστωτικούς. Οι ανατινάξεις, και οι ανταλλαγές πυροβολισμών έχουν γίνει καθημερινό φαινόμενο εκεί. Οι αντικαθεστωτικοί εκεί τα πάνε καλά. Και το μόνο που ήθελε τώρα ήταν να είναι κι αυτός εκεί. Να βοηθήσει, να ζήσει την ηδονή της αντίστασης. Να είναι παρών στην γέννηση εκείνου που ερχόταν.

Έκανε σχέδια για τη φυγή του, δεν ήταν και εύκολο πράγμα. Αν έφευγε πιθανότατα δεν θα μπορούσε να ξαναγυρίσει πίσω. Την σχεδίαζε προσεκτικά μαζί με μερικούς από την παρέα του. Και ανυπομονούσε.

* * *

Ένα πρωινό, ετοιμαζόταν να φύγει για την δουλειά του, όταν άκουσε απ’έξω λάστιχα να στριγκλίζουν στη στροφή και τον διαπεραστικό ήχο από τις σειρήνες να σταματούν έξω από το σπίτι του. «Όχι ρε πούστη..» σκέφθηκε αμέσως. «Δεν προλαβαίνω ούτε τις σημειώσεις μου να καταστρέψω…».

Ένιωσε τα πόδια του αδύναμα, αν και είχε προετοιμαστεί ψυχολογικά για κάτι τέτοιο εδώ και χρόνια. Άκουσε πόρτες αυτοκινήτων να ανοίγουν και ποδοβολητά, διαταγές και βρισιές. Και ύστερα κάτι σαν έκρηξη από το διπλανό σπίτι. Είχε κρεμαστεί πίσω από το παράθυρο προσπαθώντας να καταλάβει τι συμβαίνει. Από τη γωνία που μπορούσε να δεί, διέκρινε τρία βαν της αστυνομίας, αλλά πρέπει να υπήρχαν και άλλα. Από μέσα βγήκαν τρέχοντας πάνοπλοι αστυνομικοί ιδίου αναστήματος και φυσικής κατάστασης ντυμένοι στα μαύρα με κουκούλες. Είχαν όλων των ειδών τα όπλα κρεμασμένα πάνω τους, και στα χέρια τους κρατούσαν κάτι τεράστια υπερσύγχρονα τουφέκια με τα οποία απ’οτι ήξερε πετύχαινες μύγα στο ένα χιλιόμετρο ή ανατίναζες ολόκληρο τοίχο.

Εισβάλανε στο διπλανό σπίτι! Αλλά γιατί;
«Τι στο καλό…»
Προσπαθούσε να σκεφτεί. Στο διπλανό σπίτι έμενε ένας γεράκος γύρω στα εξήντα πολύ συμπαθητικός. Δούλευε σε εργοστάσιο πλαστικού τα τελευταία σαράντα χρόνια και ήταν πάντα μόνος. Μήπως είχε κανα γιό μπλεγμένο; Τι μπορεί να ήθελαν;
Μετά από όχι παραπάνω από δύο λεπτά συνεχόμενων κρότων και ήχων σπασιμάτων από δίπλα εμφανίστηκαν πάλι σέρνοντας τον γεράκο δύο από αυτούς ενώ άλλοι τρείς τον σημάδευαν. Φαινόταν χαμένος, και ανήμπορος. Τον έχωσαν με σπρωξιές σε ένα βαν και έφυγαν σπινιάροντας. Κάποιοι έμειναν πίσω και άπλωναν την προειδοποιητική ταινία της αστυνομίας γύρω από το σπίτι για να το ελέγξουν προφανώς.

Το πρόσωπο του είχε ασπρίσει σαν πανί. Βυθίστηκε σε μια μικρή πολυθρόνα με το βλέμμα καρφωμένο στο πάτωμα. Τι μπορεί να είχε συμβεί; Τι σχέση μπορεί να είχε ο γεράκος με την αντίσταση για να έρθουν μπάτσοι από το σώμα επιβολής τάξης; Δεν θα τον είχε πάρει κάπου το μάτι του αν είχε σχέση; Πολύ περίεργα πράγματα… Αργότερα έμαθε πως η αστυνομία έκανε έφοδο σε σπίτια άλλων δεκαοχτώ υπόπτων για αντικαθεστωτική δράση εκείνη τη μέρα. Ύποπτοι σήμαινε πως όλοι θα επαναπροσαρμοστούν.
Δάκρυσε για τους χαμένους του συντρόφους. Ήξερε μερικούς από αυτούς.

Από εκείνη τη μέρα άρχισε να αισθάνεται ασφυκτικά. Εκείνη τη μέρα αποφάσισε να βρεί ένα όπλο. Αν ο κλοιός σφίγγει γύρω από τους αντικαθεστωτικούς, τότε προτιμούσε να πεθάνει μαχόμενος, παρά να επαναπροσαρμοστεί.


* * *

Ήταν άλλη μια απο τις ατέλειωτες βόλτες του. Αυτή τη φορά ήταν λίγο περισσότερο μπερδεμένος. Και τσαντισμένος. Ο αδερφός του.
Του έπρηξε τ’αρχίδια πάλι. Η εκείνος έπρηξε τ’αρχίδια του αδερφού του. Τέλος πάντων είχαν μια κωλοσυζήτηση. Από τις λίγες φορές που συμβαίνει αυτό. Ίσως και η πρώτη.
Εντάξει όλοι έχουν μια δουλειά. Ο καθένας κάτι φτιάχνει, κάτι προσφέρει. Ο μπάτσος ο αδερφός του τι κάνει; Δέρνει φυλακίζει σκοτώνει και πληρώνεται. Τι σόι δουλειά είναι αυτή;
«Όσο και αν με βρίζεις πρέπει να έχεις υπόψιν σου», του είπε εκείνος, «ότι το μοναδικό που μας επαναλαμβάνουν συνεχώς είναι να δηλώνουμε οτιδήποτε πέφτει στην αντίληψη μας όσο ασήμαντο και να είναι. Να προσέχουμε όλες τις λεπτομέρειες. Να χτυπάμε έστω κι αν δεν είμαστε σίγουροι. Ο τελικός σκοπός δεν είναι απλά να πιάσουμε τους κακούς. Είναι να δηλώσουμε ότι είμαστε εδώ. Αυτό είναι πιο σημαντικό, και έτσι στέκεται στα πόδια της αυτή η χώρα τόσα χρόνια. Αυτή είναι η δουλειά μου, και την κάνω όσο πιο καλά μπορώ για το καλό όλων μας.» Πήρε μια βαθιά ανάσα, και συνέχισε κοιτώντας κάτω. «Άλλωστε... υπάρχουν πάντα οι ποινές και είναι οι σκληρότερες γιατί εμείς πρέπει να είμαστε τα υποδείγματα. Αν για παράδειγμα μαθευτεί ότι έκανα τα γλυκά μάτια σε κάποιον ύποπτο και δεν τον σάπισα ή ότι ήξερα κάτι και δεν το δήλωσα τότε τίθεμαι κατευθείαν στην διάθεση της επιτροπής αναπροσαρμογής.»
Τα δύο αδέρφια κοιτάχτηκαν στα μάτια.
«Οι καιροί είναι δύσκολοι και τη χώρα πρέπει να τη στηρίξουμε όλοι μας. Αυτό απαιτεί από μας και αυτό πρέπει να κάνουμε, χωρίς συναισθηματισμούς» τελείωσε ο αστυνομικός, για να δεί τον αδερφό του να φεύγει βροντώντας την πόρτα πίσω του.
Αυτά σκεφτόνταν, αραγμένος σε ένα παγκάκι. Αυτό που τον εκνεύριζε περισσότερο ήταν η ψυχραιμία του αδερφού του. Μπορούσε να μιλάει για τον κλινικό θάνατο ανθρώπων, για τυφλή υπακοή σε κανόνες και διατάγματα, για την ανυπαρξία ψυχαγωγίας και ιδιωτικής ζωής, και όλα αυτά να τα παρουσιάζει σαν το πιο απλό πράμα. Σαν ένα καθήκον. Δεν το χωρούσε ο νούς του. Ήξερε πως ο αδερφός του δεν ήταν καθίκι όπως ο περισσότεροι μπάτσοι. Ήταν ώριμος άνθρωπος, προσγειωμένος. Έβγαζε το ψωμί του.
Κι αυτό τον έπνιγε. Η ιδέα οτι ο αδερφός του κάνει αυτή τη δουλειά, οτι ο ίδιος ήταν τώρα πια τόσα χρόνια αντικαθεστωτικός και κρατούσε αυτό το μυστικό, τον έπνιγε. Ήθελε τόσο να του πεί για να τα βγάλει από μέσα του αλλά αν το έκανε ο αδερφός του θα καταλάβαινε τις ιδέες του, την επιλογή του. Και τότε; Δεν μπορούσε να προβλέψει. Μετά την τελευταία τους συζήτηση, αυτό που μάλλον θα γινόταν θα ήταν να τον δηλώσει. Ίσως η συνειδητοποίηση της επικείμενης προδοσίας απο το ίδιο του το αίμα τον τρομοκρατούσε περισσότερο απ’όλα τελικά.

Θα το έκανε όμως ο μεγάλος του αδερφός; Όλα έδειχναν πως ναί, αλλά η αμφιβολία στριφογύρνουσε σαν μέλισσα μέσα στο μυαλό του παρολαυτά. Δεν μπορούσε να το διανοηθεί. Τους εκπαιδεύουν σκληρά, τους κάνουν όργανα, ρομπότ της κυβέρνησης, αλλάζοντας τους την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων τους τελικά, αλλά δεν μπορεί να μην υπάρχουν κάποια σταγονίδια ανθρωπιάς ακόμα μέσα τους.
Ξαφνικά συνειδητοποίησε πως όπως και να έχει αυτές οι σκέψεις είναι περισσότερο φιλολογικού ενδιαφέροντος, μιας και ποτέ δεν θα αποκάλυπτε στον αδερφό του τι πραγματικά είναι. Τις άφησε προς το παρόν στην άκρη, μαζί με τόσες άλλες σκέψεις που του προξενούσαν τρόμο για τη φύση της κοινωνίας που ζούσε.

Γύρισε σπίτι. Ο αδερφός του έβλεπε μαλακίες στην τηλεόραση, και δεν γύρισε καν να τον κοιτάξει όταν μπήκε. Ίσως να αισθανόταν κάποιες ενοχές.
Πήγε στο δωματιό του, και έκλεισε την πόρτα πίσω του. Γονάτισε στο πάτωμα,και έβαλε το χέρι του κάτω απο το κρεβάτι του και γυρνώντας το προς τα μέσα έπιασε απο ένα εσωτερικό κούφωμα το πιστόλι του. Κάθησε στο κρεβάτι του και το ξετύιλιξε απο το άσπρο του πανί. Το χάιδεψε στο πλάι, παρατηρώντας το φώς να λαμπύριζει στην ασημένια του επιφάνεια. Το πήρε στο χέρι του. Το έσφιξε, και έκλεισε τα μάτια. Αν μη τι άλλο του έδινε μια σιγουριά. Αισθανόταν περισότερο ασφαλής, πιο βέβαιος κρατώντας το.
«Μαζί θα βγάλουμε άκρη» ψιθύρισε κοιτώντας το, και ύστερα το έχωσε ξανά στην κρυψώνα του.

* * *

«Είναι απίστευτο! Απίστευτο! Τι μαλακίες μου λές; Τι μαλακίες μου λές;»
«Σου λέω αυτό που έγινε, ο γέρος ψαχνότανε, τα ήθελε ο κώλος του. Και πρόσεχε τα λόγια σου μαλακισμένο.»
«Είσαι τόσο ρουφιάνος πιά; Τι μαλακίες σας λένε εκεί που δουλεύεις; Ο γέρος δεν είχε να φάει και τον έστειλες στο απόσπασμα!»
«Ρουφιάνος; Που τα έμαθες εσύ αυτά;»
«Αυτό δεν είσαι;»
«Κάνω τη δουλειά μου για το καλό όλων μας.»
«Ναί νιώθω ήδη πολύ καλύτερα που σκότωσαν τον ανήμπορο γεράκο δίπλα μας.»
«Δεν τον σκότωσαν πόσες φορές θα στο πώ;»
«Δεν έχει και μεγάλη διαφορά με το θάνατο αυτό που του έκαναν.»
«Εσύ τι στο διάολο ανακατεύεσαι; Εκείνοι ξέρουν πολύ καλά τι δουλειά τους.»
«Ωραία δουλειά! Να δολοφονείς κοσμάκη. Δεν ντρέπεσαι λίγο ρε αλήτη;»
«Αντε γαμήσου ρε μαλάκα πιτσιρικά! Δούλεψε καμιά φορά σοβαρά στη ζωή σου και μετά έλα πες μου. Οτι και να του έκαναν του άξιζε του πούστη!»
«Εσένα τι σου έφταιξε ρε;»
«Τον έβλεπα τον κωλόγερο, έβγενε τα βράδυα και έσκαβε το κήπο του. Μετά έκοβε βόλτες ΄δεξια κι αριστερά, τον είχα πετύχει πολλές φορές να βολτάρει χωρίς λόγο. Δεν θέλει και πολύ σκέψη! Ποιός φυσιολογικός άνθρωπος τα κάνει αυτά; Τόσο μαλάκας είσαι και δεν καταλαβαίνεις;»
«Είσαι τρελός! Ψυχάκιας! Στο διάολο κωλο φασίστα σε βαρέθηκα να πας να γαμηθείς!». Ο μικρός επικύρωσε τα τελευταία του λόγια με τον δυνατό γδούπο της πόρτας του δωματίου του.
«Να πάω να γαμηθώ; Να φέρεις μόνος σου ψωμί στο σπίτι λοιπόν μαλάκα απο δώ και πέρα!» του φώνααξε ο αδερφός του απέξω αλλά δεν πήρε απόκριση και γύρισε απο την άλλη.
«Λογικέψου ρέ!» του φώναξε μια τελευταία φορά πριν κάτσει να δεί τηλεόραση.
Ο μικρός κλεισμένος στο δωμάτιο του, έβαλε το κεφάλι του στα χέρια τοθ.
«Τι στο διάολο συμβαίνει , τι στο διάολο γαμώ την πούτανα μου... Ο σκατόμπατσος ο αδερφός μου τον έδωσε.. Χωρίς κανένα απολύτως στοιχείο.. Γείτονας μας 20 χρόνια!
Ως που μπορεί να φτάσει;
Άρχισε να φοβάται τον αδερφό του.
Πόση ντόπα του έχουν δώσει; Δεν έχει πια ίχνος αξιοπρέπειας; Ανθρωπιάς; Τι έχει γίνει;
Ένα μαλθακό τέρας που δέρνει και σκοτώνει κόσμο για να βγάλει λεφτά. Και ύστερα δεν κάνει τίποτα άλλο απο το να τρώει βρομιές στη τηλεόραση. Δεν τον νοιάζει τίποτα. Δεν νιώθει οίκτο, αγάπη η μίσος. Είναι μια μηχανή, λαδωμένη καλά, μια φθηνή μηχανή ακριβείας στην υπηρεσία της κωλοκοινωνίας μας.
Τον τρομοκρατούσε η ιδέα....
«Μια φθήνη μηχανή ακριβείας...»
Τρόμαζε βαθιά για αυτό που είχε γίνει ο αδερφός του. Ακόμα περισσότερο για όσα φανταζόταν οτι ο αδερφός του μπορούσε να κάνει.
Αλλά πιο πολύ απ’όλα, τρόμαζε στην ιδέα πως κι εκείνος δεν ήταν τελικά τίποτα παραπάνω απο την άλλη όψη του ίδιου νομμίσματος.
«Μια φθηνή μηχανή ακριβείας...»
Πως όλοι, ανεξαιρέτως είναι παίκτες στο ίδιο παιχνίδι. Οι περισσότεροι απο τη μια και οι λιγότεροι απο την άλλη. Αλλά οτι κανείς δεν μπορεί με κανένα τρόπο να μη δεχτεί να παίξει. Τρόμαζε γιατι στα μάτια του αδερφού του έβλεπε την κοινωνία αυτοπροσώπως και ο ίδιος είναι ένα μέρος της, όπως είναι και μέρος του αδερφού του.
«Μια φθηνή μηχανή ακριβείας...»
Ήξερε οτι δεν είχε και πολλά περιθώρια στη ζωή του να ξεφύγει, ποιος είχε άλλωστε; Αλλά αυτό... αυτό δεν γίνεται να το παραδεχτεί για τον εαυτό του. Όσο και αν το διαισθάνεται. Όσο κι αν μια φωνή του φωνάζει «Κι εσύ δηλαδή τι παραπάνω έχεις και δεν είσαι σαν τους άλλους; Αρχίδια!»
Εκείνος ελπίζει. Αλλά ο φόβος, είναι πάντα εκεί. Καθισμένος, κουρνιασμένος σε μια υγρή σκοτεινή γωνιά του μυαλού του. Δεν τον βλέπει ούτε μπορεί να τον προσδιορίσει. Αλλά αισθάνεται την παρουσία του, και αυτό είναι αρκετό. Κι εκείνος φροντίζει να την κάνει αισθητή.
Η ίδια η πόλη του έχει εντρυφήσει τον φόβο στο κεφάλι του. Με το πέρασμα των χρόνων. Άνθρωποι σαν τον αδερφό του, ή εκείνους που τον σκουντάνε στο δρόμο και δεν τον κοιτούν ποτέ. Τα ολόιδια σε σχήμα και χρώμα κτίρια, και οι αχανείς δρόμοι. Οι μπάτσοι και τα μάτια τους, η δουλειά του, και οι απαγορεύσεις της νύχτας. Οι άνθρωποι δείχνουν να φοβούνται και να τρέχουν να προστατευτούν απο κάτι, και κάποιοι άλλοι προσπαθούν τους προστατέψουν απο αυτό το ίδιο κάτι, με μάτια και απαγορεύσεις και ομοιότητα. Όλοι συμπεριφέρονται σαν να ξέρουν περι τίνος πρόκειται, αλλά στην πραγματικότητα κανείς δεν ξέρει. Γιατί ο φόβος, δεν σε κοιτά ποτέ κατάματα. Απλά κάνει αισθητή τη παρουσία του μέσα απο τη σκοτεινή γωνιά του κι αυτό είναι αρκετό...
Και τώρα;
Ο άντρας σήκωσε το κεφάλι απο τα χέρια του, και κοίταξε τον τοίχο μπροστά του, χωρίς όμως να τον βλέπει. Το βλέμμα του έμοιαζε να αντικρύζει έναν ορίζοντα πολλά χιλιόμετρα μακριά. Το χέρι του έκανε μια ασυναίσθητη κίνηση προς εκείνο που έχει κρύψει κάτω απο το κρεβάτι του, αλλά την έκοψε μόλις τη κατάλαβε.
«Τώρα μόνο ο βοράς μου μένει.»

«Λογικέψου ρε!»
Και πως τολμούσε να του λέει εκείνος να λογικεφτεί;
Πως μπορούσε ο οποοιοσδήποτε να του πεί να λογικεφτεί;
Τη στιγμή που κανείς γύρω του δεν είναι λογικός. Τη στιγμή που τίποτα γύρω του δεν είναι λογικό.
Η λογική η ίδια είναι μια φαντασίωση του ανθρώπου που ο ίδιος θα ήθελε να υπάρχει αλλά τελικά δεν φαίνεται να επιβεβαιώνει τίποτα.
Όσο και αν σκίζουν τα ιματιά τους οτι τόσα χρόνια πολιτισμού μας έμαθαν να λύνουμε τις διαφορές μας λογικά, στην ουσία κανένα επιχείρημα ποτέ δεν βασίστηκε στη λογική ούτε καν ισχυροποιήθηκε έστω και λίγο απο αυτήν. Ακόμα και τώρα η μοναδική οδός απόδειξης του δίκαιου είναι η πατροπαράδοτη βία. Κανείς ποτέ δεν κατάφερε να αποδείξει οτι έχει δίκιο αν δεν είχε δύναμη, που να μπορούσε να μεταφραστεί σε βία. Η λογική δεν έσωσε κανέναν απο το θάνατο ούτε απο τη ζωή. Δεν βοήθησε ποτέ καμία κατάσταση γιατι πολύ απλά δεν υπάρχει. Δεν εξήγησε ποτέ κανένα φαινόμενο, γιατί τα φαινόμενα αδιαφορούν παγερά γι’αυτήν. Το πιο τρομακτικό είναι πως οι ίδιοι οι άνθρωποι αδιαφορούν γι’αυτήν, και μάλιστα όχι λόγω του οτι είναι χαμένοι στο συναισθημά τους αλλά επειδή δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς, δεν μπορούν να βρούν ένα τρόπο. Αν η λογική υπήρχε, θα είχαμε ήδη ανακαλύψει ένα μηχάνημα που χρησιμοποιώντας την να αποδυκνείει ή να καταρίπτει θεωρίες. Και πολύ σύντομα θα είχαμε αγγίξει την αλήθεια. Το απόλυτο.
Αλλά η λογική δεν είναι μία όπως δεν είναι και η αλήθεια μια. Είναι τόσες πολλές, που τελικά δεν είναι. Είναι άπειρο. Κι έτσι η υποθεσή της, καταλήγει παρόμοια με αυτή του θεού. Αν κάτι δεν μπορούμε να το συνειδητοποιήσουμε καν, δεν έχει και σημασία για μας, είτε υπάρχει είτε όχι, μπορεί να πάει να γαμηθεί. Κι εμείς να το γράψουμε στ’αρχίδια μας.

Τσίτες. Έσκυψε καθιστός ανάμεσα στα πόδια του και τράβηξε το πιστόλι του.
«Στο διάολο.»
Ήθελε κάτι να σπάσει. Σε κάποιον να φωνάξει. Κάτι να καταστρέψει. Κάτι να τελειώσει. Όπλισε το πιστόλι, και το έχωσε στη τσάντα.
«Στο διάολο.»

Ο αδερφός του σάστισε όταν τον είδε να βγένει σ’αυτή τη κατάσταση απο το δωματιό του με ένα σακίδιο στον ώμο του.
«Τι κάνεις ρε; Που πάς;»
Αλλά δεν χρειάστηκε να πάρει απάντηση. Με μιας τα κατάλαβε όλα. Όλες οι υπόνοιες που μπορεί να είχε τόσο καιρό επιβεβαιώθηκαν σε μια στιγμή.
Πισωπάτησε.
«Πάω στο βορά.»
Η απαντηση ήρθε και του κοψε τα πόδια.
«Δεν μπορείς να φύγεις.»
«Μπορώ.»
«‘Όχι!»
Προχώρησε και ο αδερφός του μπήκε μπροστά του. Τον κοίταξε κατάματα Χοντρές στάλες ιδρώτα εμφανίστηκαν στο μέτωπό του.
«Εισαι απο αυτούς τελικά ... ε;»
Είπε με καποιο δισταγμό αν και ήταν σχεδόν σίγουρος για την απάντηση.
Ο μικρότερος αδερφός του δεν του απάντησε ξανά. Τον κοίταξε μόνο κατάματα.
«Απάντησε μου. Είσαι;»
Ούτε τώρα πήρε απάντηση. Ο αδερφός του απλώς τον κοιτούσε και έσφιγγε τα δόντια.
Τότε τον έπιασε απο τους ώμους και τον ταρακούνησε
«Απάντησε μου γαμώ την πουτάνα μου! Απάντα μου δεν ξέρεις να μιλάς;» Του φώναξε μέσα στη μούρη. Τον έσπρωξε πίσω και του έδωσε ένα δυνατό χαστούκι.
Η τσάντα έπεσε απο τον ώμο του σαν σε αργή κίνηση. Ο ίδιος παραπάτησε πάνω σε κάτι καρέκλες.
Σήκωσε το προσωπό του προς τον αδερφό του. Τώρα το βλέμμα του δεν ήταν απαθές πια. Ήταν οργισμένο. Του όρμησε και τον έπιασε απο τον γιακά. Τον χτύπησε ξανά και ξανά με τη γροθιά του στο πρόσωπο.
«Δεν θα μου στερήσετε τη ζωή μου πούστηδες! Θα σας γαμήσω πρώτος!» φώναζε εκτός εαυτού.
Ο αδερφός του τον γρονθοκοπούσε κι αυτός μανιασμένος στην κοιλιά, πεσμένοι και οι δύο κάτω με τον μικρό να φωνάζει συνεχώς, ενα κουβάρι που στο διάβα του πήρε αμπάριζα καρέκλες, τραπέζια, χαλιά.
«Θα σας γαμήσω όλους!»
Ο μεγάλος αδερφός με την μύτη ανοιγμένη κατάφερε να τον ακινητοποιήσει στο πάτωμα και κάθισε επάνω του, κοπανώντας τα μούτρα του. Ο μικρός βρέθηκε σε μειονεκτική θέση, δεν μπορούσε να ξεφύγει, και δεχόταν απανωτές γροθιές στο κεφάλι. Ένιωσε το πρόσωπό του μουδιασμένο, κι ανάμεσα σε χέρια που παλεύουν διέκρινε σαν σε καρέ το πρόσωπο του αδερφού του, σκληρό και αδυσώπυτο με τραβηγμένα χείλη σε μια γκριμάτσα τρόμου, αναψοκοκκινισμένο με λεκέδες αίματος. Τον κοιτούσε και τον χτυπούσε χωρίς οίκτο. Τα χέρια του, άρχισαν να χάνουν την δυναμή τους, και το κεφάλι του έγειρε στο πλάι, όλα σκοτείνιασαν.

Δεν πρέπει να έμεινε έτσι πάνω απο μερικά λεπτά. Το πρώτο που άκουσε ήταν βήματα πάνω απο το κεφάλι του. Βαριά βήματα. Ο αδερφός του. Το κεφάλι του πονούσε πολύ. Γαμημένα πολύ. Άκουσε τον αδερφό του να μιλάει. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τι έλεγε. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί, ένιωθε το σώμα του αδύναμο να επανέλθει.
«Τι στο πούτσο… Ναι; Το τμήμα 3456 παρακαλώ. Μην με κρατήσετε στην αναμονή πάλι καμια ώρα είναι επείγον. Νούμερο 77Β890. Ναι.»
Ο μικρός τέντωσε το χέρι του αδύναμα. Ο αδερφός του συνέχιζε να βηματίζει πάνω κάτω νευρικά. Αν είναι δυνατόν, έπερνε τηλέφωνο τους συναδέλφους του τους μπάτσους να έρθουν εδώ να τον πιάσουν. Έπρεπε να δράσει γρήγορα, αλλιώς σε λίγα λεπτά θα ήταν χαμένος. Τέντωσε τα δάχτυλα του, η τσάντα του πεσμένη μερικά χιλιοστά μακριά του.
Έχωσε αργά το χέρι του μέσα και άγγιξε το μεταλικό του όπλο.
«Υπ’αριθμόν 6628 υπόψιν του κύριου Αξιωματικού. Μα πόσες φορές θα το πώ; Είναι τόσο δύσκολο να δηλώσω ένα 101;»
Το άγγιξε. Λύγισε ελαφρά τα δάχτυλα του και το έφερε πιο κοντά. Το έπιασε τελικά και το ακούμπησε δίπλα του. Ο αδερφός του βροντοφώναζε στο τηλέφωνο και δεν έδινε καμιά σημασία.
Ο μικρός ρούφηξε τη μύτη του που έτρεχε αίμα σα βρύση. Πίεσε το μικρό μοχλό στο πλάι του όπλου. Ο γεμιστήρας αποσυνδέθηκε με ένα κλικ.
Ο αδερφός του είχε τώρα σταθεί ακριβώς από πάνω του γυρισμένος πλάτη.
Ο μικρός τράβηξε το γεμιστήρα, και χάιδεψε τους αιχμηρούς υποδοχείς των ελατηρίων στην άκρη του. Με μια γρήγορη κίνηση γυρνώντας μπρούμητα τους κάρφωσε στα δάχτυλα των ποδιών του αδερφού του, που ούρλιαξε από πόνο και από τη σαστιμάρα του έριξε το τηλέφωνο κάτω.
Εκείνος με δυο τρείς άγαρμπες κινήσεις κατάφερε να σταθεί στα πόδια του αν και παραπατούσε ακόμα. Κρατούσε ακόμα το πιστόλι. Η θολούρα γύρω ξεδιάλυνε σιγά σιγά. Με το κεφάλι λοξά έβλεπε τον άλλο άντρα μπροστά του να κρατάει το ματωμένο του πέλμα και να βλαστημά. Σιωπή έπεσε όταν κατάλαβε τι είχε γίνει, όταν τον είδε όρθιο με το πιστόλι στο χέρι. Υπήρχε μια ακόμα σφαίρα στη θαλάμη, και το ήξεραν και οι δύο.
«Τους κάλεσες;» ήταν αυτό που του είπε.
Ο άλλος απέφυγε να τον κοιτάξει στα μάτια.
«Έκανα απλά το καθήκον μου.»
«Πρόλαβες να τους το πείς ή όχι;»
Ο άλλος τον κοίταξε επιτέλους στα μάτια.
«Ακόμα κι αν δεν πρόλαβα θα τα μάθουν όλα κάποια στιγμή. Δεν μπορείς να ξεφύγεις ρε μαλάκα! Που θα κρυφτείς; Κανένα από τα κατακάθια σαν του λόγου σου δεν ξεφεύγει στο τέλος. Τι θα κάνεις;»
Ο αντικαθεστωτικός σήκωσε το πιστόλι του. Ο αστυνόμος το κοίταξε με περιφρόνηση. Ήταν μπροστά στο προσωπό του τώρα.
«Τι θα κάνεις θα με πυροβολήσεις τώρα;» τον κοιτούσε χλευαστικά.
«Είσαι.. απλά ένας μπάτσος, δεν είσαι ο αδερφός μου. Θα με άφηνες άνετα στα χέρια τους. Να μου κάνουν όλα αυτά τα φρικτά πράγματα…» με τα λόγια αυτά το προσωπο του τσάκισε, τα μάτια του βούρκωσαν.
«Μα… είναι για το καλό σου…» απάντησε ο άλλος με ένα ειρωνικό μειδίαμα στα χείλη.
«Το καλο μου είναι να είμαι ελεύθερος» ο αντικαθεστωτικός πετούσε σάλια. «Κι εσύ είσαι το εμπόδιο μου προς την ελευθερία. Θα φύγω για εκεί. Και ο μόνος που θα με έψαχνε, ο μόνος που θα νοιαζόταν είσαι εσύ. Και θα με έψαχνες για να με βλάψεις. Εσύ είσαι το εμπόδιο μου. Ή εσύ ή η ελευθερία. Ή ο θάνατος ή η ζωή. Είναι θέμα προτεραιοτήτων….»
«Μη λες μαλακίες δεν έχεις πουθενά να πάς…»
Ο αντικαθεστωτικός τώρα έβλεπε απέναντι τον μπάτσο. Κανένα συναισθηματικό δέσιμο δεν υπήρχε μεταξύ τους.
«Μπορούμε να το λύσουμε μαζί…»
Όσο κι αν αντιπαθούσε την λογική, τώρα είχε μπροστά του ένα εμπόδιο και μόνο, τίποτα άλλο.
«Όλοι νοιαζόμαστε για σένα, κανείς δεν θα σε βλάψει..»
Εικόνες περνούσαν από το μυαλό του.
«Πρέπει απλά να γίνεις καλά…»
Άσπρα δωμάτια, άσπρα ρούχα, άσπρος, αλέκιαστος εγκέφαλος.
«Έλα τώρα, άκου.»
Με ένα εκκωφαντικό κρότο μέσα στο μικρό δωμάτιο, ο αντικαθεστωτικός πυροβόλησε. Ο αστυνόμος έλουσε το πάτωμα με κίτρινα χυμένα μυαλά και μαυροκόκκινο αίμα. Το νεκρό κορμί έπεσε βαρύ μπροστά στα πόδια του ανθρώπου που κρατούσε το καπνισμένο πιστόλι. Το κοιτούσε.
Και τώρα θα έπρεπε να φύγει. Κανονικά. Αλλά τι ήταν το κανονικό; Κανονικά είχε και αδερφό. Τώρα δεν είχε. Μετά από ένα δευτερόλεπτο.
Θα έπρεπε να τρέξει, αν όλα είχαν γίνει με λογικό τρόπο. Αλλά δεν είχαν γίνει καθόλου έτσι.
Έβγαλε μια μακρόσυρτη κραυγή με όσο αέρα είχε στα πνευμόνια του.
Όλα είχαν ανακατευτεί μέσα στο μυαλό του, δεν μπορούσε να σκεφτεί ή να δεί τίποτα. ΄Ηταν απελπισμένος. Ένιωσε ναυτία. Και τώρα θα έπρεπε να φύγει μακριά.

Σωριάστηκε σαν νεκροζώντανος σε μια πολυθρόνα. Ακόμα κρατούσε το πιστόλι στο χέρι. Κοιτούσε τον τοίχο απέναντι. Έγειρε μπροστά, ακούμπησε το πρόσωπό του στο χέρι του και άρχισε να κλαίει.


Πέμπτη 4 Μαρτίου 2010

Ένας τυπικός καφές


«Έχουμε συνθετικό Βραζιλίας, συνθετικό σοδειάς απεμπλουτισμένου ουρανίου, καφέ Υόρκης...»

Η κοπέλα πίσω από το ταμείο τον κοιτούσε extra χαρούμενη καθώς του απαριθμούσε είδη καφέδων. Έπαιρνε extra χρήματα όταν οι κάμερες ασφαλείας την μαγνητοσκοπούσαν να χαμογελά.

«Θέλω απλά έναν καφέ. Να έχει γεύση καφέ. Να μην πεθάνω αν τον πιω, και σίγουρα να μην μεταλλαχτώ σε κάτι γλοιώδες.»

Η κοπέλα γελά ξανά. Δεν βρήκε καθόλου αστείο αυτό που ειπώθηκε και το ξέρει και ο ίδιος.

«Επίσης αν έχετε κοινωνικές ανησυχίες..», συνεχίζει απτόητη, «να σας ενημερώσω ότι όλοι οι καφέδες της Tropica, για πρώτη φορά από το μαγαζί μας, έχουν τη σήμανση ΟΕΕ23 που πιστοποιεί πως δεν συμπεριλήφθηκε παιδική εργασία στην παρασκευή του...»

Εκείνος την διακόπτει.

«Καφέ, μέτριο, γάλα. Ευχαριστώ.»

Αυτή τη φορά τον καρφώνει με τα μάτια μισόκλειστα, σαν φιμωμένη που θέλει να σκοτώσει τον απαγωγέα της. Το χαμόγελο μόνιμα καρφιτσωμένο πάραυτα.

«Για εδώ;»

Το εδώ ήταν το πολύβουο μέρος που απλά εκείνος έτυχε να περνάει απέξω, και διάλεξε να σκοτώσει την ώρα του εκεί μέσα. Μπροστά σε όλους.

«Ναι.»

«Με παρέα;»

Αυτό δεν το σκέφτηκε. Καμιά φορά του αρέσει να απολαμβάνει μια ωραία συζήτηση όταν δεν έχει απολύτως τίποτα να κάνει. Καμιά φορά.

«Χμ.. Τι έχετε;»

«Επιστήμονες θετικών και θεωρητικών επιστημών, καλλιτέχνες, ιερόδουλες, ανειδίκευτους, ειδικούς pop lifestyle, άνδρες-γυναίκες, φυλές λευκή και ασιάτικη.»

«Από πολιτικές επιστήμες, γυναίκα.»

«Βεβαίως».

«Λευκή. Όχι πάνω από 30.»

Η κοπέλα πληκτρολόγησε κάτι ακόμα στην ηλεκτρονική συσκευή μπροστά της, εκείνος πέρασε την Κάρτα του από τη μαγνητική συσκευή μπροστά του και κατευθύνθηκε προς ένα ήσυχο τραπέζι σε μια γωνιά. Μόλις έκατσε ξαναπέρασε την Κάρτα του στη μαγνητική τομή του τραπεζιού. Τα ηλεκτρονικά κεριά του τραπεζιού άναψαν, προσομοιώνοντας το τρεμούλιασμα της φλόγας. Η οθόνη του τραπεζιού του δείχνει πόσος χρόνος υπολείπεται μέχρι να ετοιμαστεί η παραγγελία του. Κοιτάζει έξω.

Η νύχτα έχει πέσει στην πόλη, η οποία αντιστέκεται σθεναρά με χιλιάδες πινακίδες νέον, διαφημιστικά laser στον ουρανό, γιγαντοοθόνες στις πλατείες και με τα φανάρια των αμαξιών. Απόψε η πόλη είναι ντυμένη στα εκτυφλωτικά κόκκινα, στα κίτρινα, στα πράσινα μαζί. Στον κεντρικό δρόμο δίπλα από το παράθυρο, άνθρωποι πολύχρωμοι, άλλοι με φωτεινό makeup ή ηλεκτρικά μπουφάν, μερικοί γυμνοί, μερικοί χορεύουν, βρίζουν, κάνουν ναρκωτικά, δύο κάνουν σεξ. Όλοι περπατάνε, βιάζονται. Κανείς δεν θα πτοούταν ακόμα και αν συναντούσε τον θεό τον ίδιο μπροστά του. Πολλοί θα του λέγαν πως δεν υπάρχει καν, παρά μόνο σαν μια παραίσθηση, απόρροια των ναρκωτικών τους. Απ’ έξω σταματάει ένα πολεμικό ταξί κάνοντας σαματά με τις ερπύστριές του. «ΟΠΟΥ κι αν θέλετε, όταν το θέλετε» γράφει στο πλάι. Αν αναλογιστεί κανείς πως περίπου ένα 5% της πόλης βρίσκεται πάντα σε καταστάσεις εξέγερσης ή τουλάχιστον ταραχών, σε διάφορα μη προβλεπόμενα σημεία, τα πολεμικά ταξί ήταν μια έξυπνη ιδέα για ακριβές τσέπες που δεν μπορούν να καθυστερήσουν κάνοντας τον κύκλο για να φτάσουν στον προορισμό τους. Αν ο χρόνος δεν άλλαξε ποτέ σαν οντότητα, το ίδιο συνέβη και με το χρήμα, όπως και με τη μεταξύ τους σχέση: ο χρόνος είναι χρήμα.

Μια ψηλή όμορφη γυναίκα τον πλησίασε. Βαρύ makeup πάνω σε ένα ταλαιπωρημένο πρόσωπο, αλλά τα πράσινα μάτια της παραμένουν ζωντανά, λαμπερά. Έχει μαύρα μακριά ίσια μαλλιά, με αφέλειες ξυρισμένα στο πλάι. Μέσα στη μόδα. Κορμί πρώην αθλήτριας, που τό ριξε στις καταχρήσεις αλλά κρατάει μια για πάντα την κομψή του γραμμή. Μια κομψή γραμμή που τονίζεται από το στενό πλαστικό πράσινο μπλουζάκι και τη φθηνή μαύρη φούστα από pvc απομίμηση δέρματος.

Του έτεινε το χέρι. «Καλησπέρα! Είμαι η Ίνα.» Χωρίς να της ανταποδώσει τη χειρονομία τής έκανε νόημα να καθίσει απέναντί του. Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους και κάθισε.

«Δεν θα μου πεις το όνομα σου;» τον ρώτησε.

«Με λένε Νίκη» απάντησε εκείνος.

Ένα χαζό ρομπότ πάνω σε τέσσερις τροχούς σταμάτησε δίπλα τους και παρακάλεσε τον Νίκη να πάρει τον καφέ του από τον ενσωματωμένο στο ρομπότ δίσκο. Ο Νίκη κοίταξε λίγο στραβά το αφρισμένο κυανό υγρό στο ποτήρι και ύστερα το ακούμπησε στο τραπέζι. Το ρομπότ απομακρύνθηκε τραγουδώντας διαφημίσεις.

Η κοπέλα έστρεψε ξανά την προσοχή της στον άντρα απέναντί της. Λίγο μεγαλύτερος από εκείνη. Ντυμένος στα μαύρα, κοντοκουρεμένος μελαχρινός, όχι ιδιαίτερα όμορφος αλλά γοητευτικός με έναν περίεργο, νευρικό τρόπο.

«Χμ.. λοιπόν χάρηκα Νίκη! Πώς ήταν η μέρα σου;»

Πολύ προκατασκευασμένη ερώτηση. Του άφησε τη γεύση φαγητού που δεν έχει ανακυκλωθεί αρκετή ώρα. Προτίμησε να μην απαντήσει. Ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του, που παραδόξως είχε αρκετά καλή γεύση. Την κοίταξε στα μάτια για λίγο.

«Πώς κι αυτή η δουλίτσα; Φοιτήτρια πολιτικών επιστημών που δεν τα βγάζει εύκολα πέρα;»

«Ναι. Μέχρι να καταφέρω να αναρριχηθώ κοινωνικά, τα βολεύω με δουλειές του ποδαριού.»

Ο Νίκη χαμογέλασε.

«Να αναρριχηθώ κοινωνικά. Ωραία έκφραση...» και συνέχισε σοβαρεύοντας «Είναι και κάτι άλλο όμως, δεν είναι;»

Πίσω από το προφίλ του φτωχού κοριτσιού με τις φιλοδοξίες και τις σπουδές, ένα έμπειρο μάτι μπορούσε να διακρίνει τις πρώτες επιπτώσεις των σκληρών ναρκωτικών που έπινε.

Τους διέκοψε η ντουντούκα ελέγχου που στρίγκλιζε από το πεζοδρόμιο απέναντι. Προειδοποιούσε τους δύο που το έκαναν ότι σε ενάμιση λεπτό η πράξη τους καθίσταται παράνομη. Κάπου γύρω θα καραδοκούσε ήδη ένα αστυνομικό απόσπασμα. Το αγόρι φάνηκε να προσπαθεί να επιταχύνει τη διαδικασία.

«Τι γνώμη έχεις για το σεξ;» ρώτησε την Ίνα.

«Το σεξ; Κοίτα, εγώ συζητώ για πολιτική. Μάλλον θα έπρεπε να είχες πάρει μια ιερόδουλη» του απάντησε ορθά κοφτά. Είχε ένα ύφος κεκαλυμμένα επιθετικό.

«Μη μου πρήζεις τ’ αρχίδια Ok; Μιλάω για το δημόσιο σεξ. Σαν αυτό απέναντι.» απάντησε ενοχλημένος ανάβοντας ένα τσιγάρο εκείνος. Η κοπέλα δεν έδειξε να ενοχλείται από την αθυροστομία του Νίκη. Κι εκείνος το ήξερε. Της έτεινε το πακέτο κι εκείνη δέχτηκε.

«Το δημόσιο σεξ συμπεριλήφθηκε στα γεωμετρικού χρόνου παραπτώματα πριν από εφτά χρόνια. Αυτό αποτέλεσε μια πρόοδο...»

«Μη με ζαλίζεις να χαρείς! Δεν θέλω τον ορισμό που θυμάσαι από τα βιβλία σου. Ακόμα χειρότερα όταν θυμάσαι τον ορισμό αυτό απο την περίοδο που διάβαζες τα μαθήματά σου, και δεν ψέκαζες ακόμα τη μυτούλα σου με παραισθησιογόνα. Μάλλον με ενδιαφέρουν περισσότερο οι απόψεις που έχεις διαμορφώσει μετά την είσοδό σου στον αιθέριο κόσμο του κωλοναρκωτικού. Ok;». Ο Νίκη φυσούσε τον πρασινωπό καπνό στα μούτρα της όσο της μιλούσε. Στο τέλος έμεινε να τον κοιτάζει σιωπηλή με γουρλωμένα μάτια. Κανείς δεν είχε καταλάβει πως έπινε gin κι εκείνος τώρα το βροντοφώναζε στο μέρος που εργαζόταν! Από την αμηχανία τούς έβγαλε η επέμβαση της αστυνομίας απέξω.

Ενώ τα παιδιά μάζευαν τα παντελόνια τους, ένα απόσπασμα οχτώ μπάτσων με τα ηλεκτροφόρα γκλομπ στα χέρια κατευθύνονται προς το μέρος τους και τους φωνάζουν να μείνουν ακίνητοι. Ο ένας πάει ήρεμα να περάσει χειροπέδες στην κοπελιά. Το αγόρι τον σπρώχνει και μπαίνει μπροστά της. Τότε ένας μπάτσος του ανακοινώνει πως είναι ένοχος για αντίσταση κατά της αρχής καθώς οι άλλοι τον χτυπούν με ηλεκτροσόκ ενώ είναι πεσμένος κάτω. Το κορμί του σφαδάζει χειρότερα από ψάρι εκτός νερού. Η κοπέλα κλαίει με αναφιλητά και τρώει ένα αστραφτερό χαστούκι τη στιγμή που ο ανώτερος μπάτσος έκανε πως δεν κοιτάει. Στο τέλος ένα από τα θωρακισμένα μεταγωγικά σταματά μπροστά τους και οι μπάτσοι χώνουν μέσα το αγόρι που παραληρεί και αχνίζει, και την κοπέλα που αιμορραγεί και κλαίει. Το αυτοκίνητο φεύγει σπινιάροντας. Οι ελάχιστοι περαστικοί που σταμάτησαν για ένα λεπτό να δουν τι έγινε είχαν ήδη απομακρυνθεί για να χορέψουν, να βρίσουν, να κάνουν ναρκωτικά, να περπατήσουν βιαστικοί.

Ο Νίκη συνεχίζει από εκεί που έμεινε σαν να μην έχει υπάρξει καν διακοπή.

«Τώρα θα αναρωτιέσαι πού στο καλό κατάλαβα τι σόι πρεζάκι είσαι. Δεν έχει και μεγάλη σημασία. Ούτε με νοιάζει κιόλας. Αλλά μη μου πουλάς και political correct μαλακίες από πάνω. Εγώ δε βλέπω καμιά πρόοδο. Όταν οι μπάτσοι σακατεύουν παιδιά επειδή κάνουν κάτι φυσικό, αυτό δεν είναι πρόοδος είναι βαρβαρότητα...» τα μάτια του πετούσαν σπίθες. Άναψε καινούριο τσιγάρο, αυτή τη φορά γύρισε το επίπεδο του φίλτρου του σε ημι-οπιούχο.

Η Ίνα πήρε μια βαθιά τζούρα από το δικό της και το έσβησε.

«Κοίταξε.» τώρα μιλούσε ψιθυριστά.

«Δεν ξέρω τι ζόρι τραβάς αλλά αν ξαναφωνάξεις σαν κόπανος εδώ μέσα ότι πίνω gin, το επόμενο τσιγάρο θα σβήσει στη μούρη σου. Ίσως οι μπάτσοι θα έπρεπε να είχαν σακατέψει εσένα.»

Εκείνος χαμογέλασε και ακούμπησε με την πλάτη στο κάθισμα του.

«Νομίζεις πως νοιάζεται κανένας;» της είπε με απλοϊκό ύφος κουνώντας τους ώμους, «νομίζεις πως έχει κανείς την όρεξη να σηκώσει το βουτηγμένο στον κουβά με τα σκατά κεφάλι του για να δώσει σε σένα την παραμικρή σημασία; Εδώ οι μπάτσοι σκοτώνουν κόσμο δίπλα στους περαστικούς, κι εκείνοι το μόνο που κάνουν είναι να τινάζονται στο πλάι περνώντας για να μην τους πετύχουν τα αίματα. Άλλοι πεθαίνουν στα σοκάκια από πείνα, ή από gin καλή η ώρα, και το πρωί τους μαζεύουν οι σκουπιδιάρηδες. Κανείς δε νοιάζεται για κανέναν.»

Ο Νίκη θα μπορούσε με το ίδιο ύφος να εξιστορήσει θεσπέσια ένα παραμυθάκι σε ένα μικρό παιδί. Η κοπέλα τώρα έσκυψε πάνω από το τραπέζι κοντά του.

«Έτσι όπως τα λες. Και να σου πω και κάτι άλλο κυνικέ μαλάκα; Ούτε εγώ νοιάζομαι! Και ακόμα χειρότερα; Ούτε καν εσύ! Με αηδιάζουν τύποι σαν εσένα! Και καλά εξοργισμένοι με το σύστημα, διαβάζουν στην εφημερίδα τους τι συμβαίνει και κάνουν την εξοργισμένη κριτική τους. Ύστερα πίνουν Tropica για να ‘χουν καθαρή συνείδηση. Δίνουν κάνα ημι-οπιούχο σε κάναν άστεγο. Και δίνουν κάτι παραπάνω για να στέλνουν τα σκουπίδια τους στις πεινασμένες χώρες του κόσμου. Αν έμενα εκεί θα ήμουν πολύ ευχαριστημένη από σένα ρε! Θα ευχαριστιόμουν το ανακυκλωμένο φαΐ μου. Θα ήξερα πως φτιάχτηκε από πρώτης τάξεως σκουπίδια! Σκουπίδια ενός πούστη από ανεπτυγμένη χώρα. Τέλεια! Γαμώ τις φιλανθρωπίες σας.», τώρα και η Ίνα ακούμπησε πίσω και δίπλωσε τα χέρια στο στήθος της. Τα μάτια της έδειχναν θυμό.

Η ομιλούσα οθόνη του τραπεζιού τούς ενημέρωσε πως είχαν άλλα 5 λεπτά περιθώριο να κάτσουν. Και πως βέβαια μπορούσαν πάντα να πληρώσουν για ανανέωση χρόνου. Κανείς από τους δυο τους δεν της έδωσε σημασία.

Ο Νίκη κοιτούσε αθώα απέξω και χαμογελούσε. Είχε ένα ταλέντο. Να εκνευρίζει ανθρώπους. Όλοι τού το έλεγαν από τότε που ήταν μικρός ακόμα. Και όχι μόνο να τους εκνευρίζει. Να τους τσαντίζει. Να τους ανάβει τα λαμπάκια, να τους κάνει να εξοργίζονται, να τον μισούν. Ποτέ δεν κατάλαβε πώς ακριβώς το κάνει. Δοκίμασε κατά καιρούς να αλλάξει το ύφος που μιλάει, να εκφέρει πιο mainstream απόψεις για να γίνεται αρεστός, ακόμα και να αλλάξει ντύσιμο. Τίποτα δεν λειτούργησε. Τώρα πια μετά από αρκετά χρόνια έχει μάθει να ζει μ’ αυτό. Δεν το αποδέχτηκε. Σχεδόν συμφιλιώθηκε μαζί του. Αλλά σχεδόν. Στην ουσία έχει σταματήσει να εντυπωσιάζεται. Το περιμένει. Και μερικές φορές καταφέρνει να το χρησιμοποιεί και υπέρ του. Απέναντί του είχε το καινούργιο του θύμα. Μια πόρνη συζητήσεως. Που τώρα τον κοιτούσε σχεδόν φονικά.

«Κοίταξε κοπέλα μου. Δεν είπα πως εγώ νοιάζομαι. Πραγματικά δε νοιάζομαι. Μπορείς να πεθάνεις ελεύθερα. Πεθάνετε όλοι σας! Αν κάτι κατέκτησε ο πολιτισμός μας τόσα χρόνια είναι το δικαίωμα στο θάνατο. Ο καθένας μπορεί να αυτοκτονήσει όποτε και όπου θέλει αρκεί να μη λερώσει. Ο οποιοσδήποτε μπορεί να σκοτώσει αρκεί να έχει καλό λόγο. Οι χωματερές ποτέ δεν θα γεμίσουν με άστεγους και junkies όσους κι αν ρίχνουμε εκεί. Ο θάνατος είναι παντού γύρω μας. Έχουμε συμφιλιωθεί μαζί του. Ταυτόχρονα με το θάνατο και με τη βία. Τίποτα δεν κάνει εντύπωση. Ούτε καν οι φιλανθρωπίες που λες. Και ούτε κάνω τέτοιες.» ο Νίκη έτριψε λίγο το σαγόνι του και συνέχισε με τις φλέβες στα μάτια του να φουσκώνουν, «Για την ακρίβεια στ’ αρχίδια μου και για τα παιδάκια που δουλεύουν. Αυτό δεν ήθελες να ακούσεις; Στα αρχίδια μου και για τις φτωχές χώρες. Δεν δίνω παραπάνω λεφτά για να τρώνε οι πούστηδες. Δεν τους αξίζουν ούτε τα σκουπίδια μου!».

Τώρα την είχε τσαντίσει για τα καλά. Την παρατηρούσε να παίζει τα δάχτυλά της νευρικά στο τραπέζι. Να δαγκώνει τα χείλη της. Να κοιτάει νευρικά το χρόνο στην οθόνη του τραπεζιού. Αλλά εκείνος συνέχιζε. «Τα σκουπίδια είμαστε εμείς, αυτό δεν έχεις πάρει χαμπάρι. Γάμα τη κοινωνία όμως. Εσύ ένα πρέπει να θυμάσαι. Δεν με νοιάζει τι πιστεύεις ότι είμαι. Θα σου πω εγώ ποιος είμαι. Όταν το gin θα σε κάνει κανονική πουτάνα, εγώ είμαι ο αηδιαστικός τύπος που θα σε γαμάει κάθε βράδυ τόσες φορές που δεν θα αισθάνεσαι το μουνί σου. Θα ‘μαι ο πρώτος που θα στο κάνει με μεγάλη μου χαρά, εκείνος που θα σε βλέπει να ξερνάς, εκείνος που θα σε δέρνει. Θα ‘μαι εκείνος που θα σου δίνει φιαλίδια gin για μια πίπα στο σοκάκι που δεν μας πιάνουν οι κάμερες ελέγχου. Θα ‘μαι ο περαστικός που θα σε κοιτάει να αδειάζεις τα φιαλίδια στη μύτη σου το ένα μετά το άλλο και να ζητάς τσιγάρο παραπατώντας. Θα ‘μαι ο οδοκαθαριστής που θα μαζέψει το πτώμα σου ένα πρωί, θα το πετάξει στο φορτηγό, και ύστερα θα το αδειάσει στη χωματερή. Από κει αν όλα πάνε καλά θα είμαι ένα από τα πεινασμένα παιδάκια που θα χορτάσουν από φαγητό φτιαγμένο από το ανακυκλωμένο σώμα σου. Αλλιώς απλά θα σε τσιμπολογήσουν τα πουλιά. Δεν ξέρω τι προτιμάς, εξαρτάται πώς το βλέπει κανείς. Με λίγα λόγια, είμαι ένας μέσος άνθρωπος. Καληνύχτα.»

«Στο διάολο!»

Ο Νίκη σηκώθηκε πάντα εκνευριστικά χαμογελαστός. Σκέφτηκε στιγμιαία πως εκτός από το θάνατο, ο κόσμος τα έχει πολύ καλά και με τα χαμόγελα. Ίσως ένας χαμογελαστός θάνατος να είναι ό,τι πρέπει τελικά. Ένας θάνατος από gin δηλαδή.

«Ήταν καλός ο καφές σας;»

Η κοπέλα πίσω από το ταμείο είναι υποχρεωμένη να ρωτάει τους πελάτες αν η επένδυση των χρημάτων τους απέδωσε καρπούς.

«Όχι, ήταν ανάλατος.»

Η κοπέλα το σημείωσε στον υπολογιστή της, κι εκείνος έφυγε.


Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2010

"Οι νεκροί αυτής της πόλης"

Σ’αυτή τη πόλη κηδέυουν μόνο όσους οι ίδιοι οι κάτοικοι της θέλουν να κηδέψουν. Λίγους δηλαδή. Οι υπόλοιποι απλά προσπερνιούνται. Όταν πέθανε ένας οικογενειάρχης οι λιγοστοί φίλοι του τον εκαψαν σ’ένα στενό έρημο σοκάκι, αφήνοντας τις στάχτες του για τα συνεργεία καθαρισμού.
Ήταν το περισσότερο που μπορούσαν να κάνουν.
Και όταν πέθανε ένας ζητιάνος τα ίδια συνεργεία έσυραν το κουφάρι του ένα χιλιόμετρο έξω απο την πόλη και το παράτησαν στην ερημιά. Είναι φοβερό το θέαμα που αντικρύζουν όσοι έρχονται προς το μέρος αυτό: ανθρώπινα μισοσαπισμένα κουφάρια και σκελετοί που ξεπροβάλλουν απο το σταχτί χώμα.
Όταν πέθανε ο κυβερνήτης τον έθαψαν με τιμές. Κόσμος παρευρέθηκε και όλοι θρηνούσαν. Είναι πολύ λίγες οι φορές που αναγγέλεται ένας θάνατος εδώ. Είναι ελάχιστες οι φορές που πεθαίνει κάποιος. Είναι σπάνιες οι φορές που θρηνεί αυτή η πόλη.
Κι όταν αυτό γίνεται, τα θολά άσπρα φώτα της, γίνονται όλα κίτρινα για ένα βράδυ. Χλωμές φάτσες βγένουν στους δρόμους για να αποχαιρετήσουν το νεκρό, ο ένας πίσω απο τον άλλο σε μια άηχη χορογραφία.
Ο μεγάλος ποταμός που διαπερνά την πόλη γεμίζει με αμέτρητα θολά φαναράκια που επιπλέουν στα βρόμικα νερά του.
Πως φτάσαμε ως εδώ; Κανείς δεν ξέρει. Κανείς δεν θυμάται, ούτε μπορεί να πεί. Θα μπορούσε να είναι μια τεράστια φυσική καταστροφή που απελευθέρωσε τον όλεθρο, ή μια μεγάλη επανάσταση που έφερε την καταστροφική αλλαγή, ή ακόμα ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα που έσπειρε στον πλανήτη γιγαντιαία μανιτάρια και τα άφησε να ανθίσουν διαχύοντας όλη τους την μεγαλόπρεπη καυτή αύρα και τα χαρακτηριστικά τους αρώματα. Θα μπορούσαν να είναι όλα αυτά μαζί. Όλα αυτά που μας ώθησαν να αναζητούμε την ομορφιά στην ασχήμια και τη δημιουργία στην καταστροφή, γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς, γιατί το μόνο που μας δώθηκε είναι ασχήμια και καταστροφή. Ή θα μπορούσε να μην είναι και τίποτε απο όλα αυτά. Ή τίποτα γενικά. Γιατί γενικά δεν είναι τίποτα.
Κανείς δεν ξέρει πως φτάσαμε ώς εδώ, και κανείς δεν νοιάζεται.
Γιατί το εδώ είναι απλά όπως είναι, και όλοι απλά το ζούν, μην έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνουν.
Κι όταν το ζήσουν, όταν το νιώσουν στο πετσί τους σε όλη του την έκταση και φτάσουν πια στο σημείο να αποπειραθούν να το κατανοήσουν με όλη τη σοφία των πολλών τους χρόνων επιστρατευμένη, τότε πεθαίνουν. Τότε έρχεται η ώρα του θανάτου γιατί έτσι είναι η ζωή, τελειώνει πριν κανείς την αντιληφθεί, πριν να είναι πολύ αργά.
Και τότε τους πετούν στην ερημιά, εκεί όπου ανήκουν. Ή στην άβυσσο των κίτρινων νερών του ποταμού. Στη λήθη της ανυπαρξίας.
Και ποιός μπορεί να πεί οτι κάνουν λάθος; Όταν πεθαίνεις το αδειανό σου κορμί γίνεται μικρά κομματάκια γής και αέρια δυσοσμίας που σκορπίζει ο άνεμος. Ποιός μπορεί τότε να αποδείξει οτι υπήρξες ποτέ;
Μόνο οι ματαιόδοξοι υπήρξαν.
Μόνο εκείνοι αναγράφονται σε επιτύμβιες πλάκες, γίνονται ιστορία, γεμίζουν μουσεία και ονοματίζουν δρόμους.
Γι’αυτό και οι λιγοστοί ανήσυχοι αυτής της πόλης έστησαν ένα μνημείο για όλους τους υπόλοιπους.
Στην άκρη της πόλης πίσω απο ένα παλιό μαγειρίο με καμινάδα που βγάζει δύσοσμους καπνούς, και δίπλα σε μια σειρά κάδων απορριμάτων.
Κι επειδή τα πράγματα έτσι είναι, το επόμενο κιόλας πρωί το μνημείο κάηκε κι εκείνοι που το έστησαν εκτελέστηκαν, έτσι ώστε να ξεχαστούν μαζί με τη κίνηση τους, μαζί με αυτούς που τους εκτέλεσαν, μαζί με την ίδια την πράξη της λήθης. Μαζί με την θύμηση του κωλομνημείου τους, τα πτώματα τους πετάχτηκαν στην σταχτί ερημιά.
Και η ζωή συνεχίστηκε, σα να μην υπήρξαν ποτέ.
Μα ποτέ δεν υπήρξαν έτσι δεν είναι;

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2010

"Αφθονία Απραξίας"



...γεμίζουν οι ζωές σας
με τα γεμάτα ράφια(;)
το γεμάτο ντεπόζιτο του χρεωμένου από όνειρα αυτοκινήτου σας(;)
με το δερμάτινο πρόσφατα αγορασμένο πορτοφόλι σας(;)
με την άνεση του καναπέ ή της πολυθρόνας σας να αποθεώνεται τον ύψιστο θεό σας(;)
γεμίζουν με υποχρεώσεις και άγχος
αντικαθιστούν τον κόκκινο ουρανό που κάποτε καθρέφτιζε την επιμονή για το άγνωστο
με τα σιγοψυθιρισμένα λόγια που έκανε τον αέρα ζωντανό όταν έμπαινε με καλοσύνη από τις μπαλκονόπορτες που όλοι κάποτε μα κάποτε αφήνατε ανοιχτές
Όχι από φόβο μήπως παγώσετε
αλλά από ανάγκη να ζεστάνετε τους γείτονες
αυτών κάποτε τους χαμογελούσατε
τους δίναμε τη γλυκιά γεύση της προσμονής και της ελπίδας και του χαρίζατε κάποτε τον καθημερινό κόκκινο παγωμένο ουρανό
τώρα ούτε το όνομα του δεν ξέρετε
ίσως και να μην τον αναγνωρίζετε κάθε πρωί κουβαλώντας αόρατες αλυσίδες παρέα με αυτές τις πνιγερά ηχηρές σιδερένιες μπάλες που βλέπαμε σε παλιές αμερικάνικες ταινίες να κουβαλά ο κάθε ισοβίτης
κάθε ισοβίτης που τύγχανε να ήτανε αθώος
όπως όλοι οι αθώοι
να κουβαλά το δικό του σταυρό του μαρτυρίου
και να πληρώνει ο καθένας το τίμημα που του αναλογεί
μάλλον αρμόζει
αθώοι όλοι για την ζωή τους
αθώοι για την ύπαρξη τους
ένοχοι γιατί γεμίζουν και τα δύο όχι με την πνοή της ελευθερίας
αλλά με τον καπνό μίας τελετουργίας προσβολής ονείρων
μίας μύησης καρκινοφόρας απραξίας λόγων,έργων,ζωών
μίας κύησης προβληματικής,προτετελεσμένης έλλειψης δημιουργίας και αλληλεγγύης
αλλά ούτε με αυτό τον καπνό ακόμα να γεμίσει
η άδεια παντελώς συνείδησή σας
γεμίζουν οι ζωές μας
με τα χαμόγελα της νεράιδας του παραμυθιού
με τις πολύχρωμες καραμέλες που κάνουνε κακό στα δόντια μας
με τα όχι και τα μη της καθημερινότητας μας
με τα πρέπει που δεν πρέπει
με την φρεσκοπλυμμένη μπουγάδα αρωματισμένη με το μαλακτικό που δεν μας προτείνατε
με την παραφωνία μέσα στη μπανιέτα καθώς ξεπλένουμε τις αμαρτίες μας γιατί ξέρουμε πόσες και ποιές είναι αλλά προσπαθούμε να τις πολεμήσουμε
ναι τουλάχιστον εμείς προσπαθούμε
γι΄αυτό μπορεί να αδειάζουμε
αλλά σε κάποια στιγμή μα κάποτε ξαναγεμίζουμε...
(συνεχίζεται...Ίσως)

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

Το θλιμμένο ψυγείο

Είμαι ένα ψυγείο. Δεν έχω κάτι το ιδιαίτερο. Είμαι άσπρο. Ένα άσπρο ψυγείο που δεν έχει τίποτα επάνω του. Ούτε γλυκούλικες φατσούλες ούτε χαζά μυνηματάκια κολλημένα με μαγνήτη. Μόνο τη μάρκα μου, ένα ελάχιστο αναγνωριστικό σημείο στην πόρτα μου, ξεθωριασμένο πια.

Είμαι σε μια γωνιά του δωματίου, πάντα όρθιο, ψηλό, αλύγιστο. Επιβλητικό. Αποστολή μου είναι να παραμένω ψυχρό μέσα μου, ανεξάρτητα απο τη θερμοκρασία γύρω μου. Να τοποθετείτε μέσα μου οτιδήποτε χρειάζεται ψύχος για να μείνει στην κατάσταση που θέλετε. Οι χαμηλές μου θερμοκρασίες ποικίλουν ανάλογα με τις ρυθμίσεις σας. Αυτός είναι και ο λόγος που βγάζω το χαρακτηριστικό μου βουητό μέσα στη νύχτα. Και τη μέρα το βγάζω αλλά ποτέ δεν κάνετε αρκετή ησυχία για να το ακούσετε. Είναι τα σωθικά μου που δουλέυουν, που παράγουν το κρύο μέσα μου. Όσο χαμηλότερη η θερμοκρασία που θέλετε να πετύχετε, τόσο περισσότερο θα γουργουρίζω. Είμαι το πιστό σας ψυγείο.

Οι περισσότεροι απο εσάς όταν ακούτε τη λέξη ψυγείο, σας έρχεται στο μυαλό μια εικόνα σαν εμένα (πιο μοντέρνα ίσως) με την πόρτα μου ανοιχτή και αμέτρητα λαχταριστά αγαθά να ακτινοβολούν τοποθετημένα με τάξη και χάρη στα ράφια μου. Αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου έτσι.

Συνήθως είμαι βρώμικο, με μαύρα στίγματα ανάμεσα στις πτυχές των ελαστικών μου. Με μια μικρή στάμπα απο σάλτσα που χύθηκε στο βάθος. Με υπολέιματα απο λάδι στον πάτο των συρταριών μου. Με ακάθαρτη υγρασία στα τοιχώματά μου. Με μυρωδιές απο ψάρι και φασόλια, ανάμεικτες με αυτές γλυκισμάτων, φέτας και σαλαμιού, σε μια χορωδία που αναδεύει το στομάχι.

Μα το κυριότερο: χωρίς φώς. Τα χρόνια της ζωής μου τα περνώ στο σκοτάδι. Το φώς μου ανάβει λίγο πριν ανοίξετε την πόρτα μου. Όλη την υπόλοιπη ζωή μου είμαι σκοτεινό. Νομίζετε πως όταν το παιδάκι πάρει το γάλα του και φύγει, ο χρόνος για μένα παγώνει σαν τη σόδα σας μέχρι τη στιγμή που θα ‘ρθείτε ξανά για να την πάρετε. Αλλά όχι, οι επισκέπτες μου έρχονται και φεύγουν, αφηνοντάς με για μεγάλα ενδιάμεσα διαστήματα κρύο και σκοτεινό.

Η πόρτα μου ανοίγει, το φώς μου ανάβει, βλέπω μια διερευνητική ή πεινασμένη φάτσα για λίγο, ή μπορεί να ακούσω δυό – τρείς φράσεις απο ένα τσακωμό, και ύστερα με ένα γδούπο ξαναγυρίζω στο σκοτάδι και τη σιωπή για ώρες. Μόνο μου με τις σκέψεις μου. Που όσο πάει λιγοστεύουν, παγώνουν πια κι αυτές.

Όχι λοιπόν δεν είμαι δελεαστικό, δεν είμαι πηγή χαράς, ούτε είμαι όπως στις διαφημίσεις μου. Είμαι πραγματικό. Είμαι ένα θλιμμένο ψυγείο.



Επειδή...το Κράτος δεν μπορεί παρά να σκοτώνει τους αντιστεκόμενους όλων των ηλικιών
Επειδή...οι μπάτσοι ποτέ δεν ήταν και ποτέ δεν θα είναι κάτι άλλο από γουρούνια και δολοφόνοι
Επειδή...οι δικαστές πάντα θα φιλάνε τις κατουρημένες ποδιές των καθαρμάτων που τους χορήγησαν πανεπιστήμιο και καριέρα
Επειδή...Ζωή δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά συνεχή σύγκρουση με τις δυνάμεις που παράγουν θάνατο σε όλες τις μορφές του
Επειδή...το όνειρο των ανθρώπων το αποτελούν οι έμποροι,οι κομματάρχες,οι βιαστές,οι δημαγωγοί,οι ψηφοφόροι και οι καταναλωτές
Επειδή...δεν έχει νόημα η <<φαντασία>> που φιλοδοξεί να πάει στην εξουσία
...γι΄αυτό είμαστε υπερήφανοι που είμαστε...
******************(Α)ΝΑΡΧΙΚΟΙ******************

Άρης Βελουχιώτης

Άρης Βελουχιώτης

Che Guevara

Subcomandante MARCOS

Pancho Villa.

Emiliano Zapata

ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ ΕΞΕΓΕΡΣΗΣ

(ΟΔΟΔΕΙΚΤΗΣ ΠΡΟΣ ΕΝΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΜΕΛΛΟΝ)

1. ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΚΑΤΑΡΓΕΙΤΑΙ Ο ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ – Ο ΠΑΛΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΘΑΜΜΕΝΟΣ ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΗ ΣΚΟΝΗ ΤΗΣ ΠΛΗΞΗΣ ΕΙΝΑΙ ΠΛΕΟΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

2. ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ ΑΠΕΚΔΥΟΜΕΘΑ ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΜΑΣ ΔΕΡΜΑ – ΟΛΟΓΥΜΝΟΙ ΚΙ ΩΡΑΙΟΙ ΩΣ ΟΝΕΙΡΑ ΕΑΡΙΝΑ, ΒΑΔΙΖΟΥΜΕ ΠΡΟΣ AYTO ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΦΑΝΕΡΩΘΕΙ ΑΚΟΜΑ

3. ΚΥΟΦΟΡΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΕΑΥΤΟΥΣ ΜΑΣ – ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΘΑ ΓΕΝΝΗΘΕΙ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟ

4. ΤΑΞΙΔΕΥΟΥΜΕ ΣΤΟ ΑΠΕΙΡΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΙΡΙΔΙΖΟΥΣΕΣ ΠΟΜΦΟΛΥΓΕΣ ΤΩΝ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΝ ΜΑΣ – ΑΝΑΖΗΤΟΥΜΕ ΕΝΑΝ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΤΟΠΟ ΝΑ ΑΠΟΙΚΗΣΟΥΜΕ

5. ΠΥΡΠΟΛΟΥΜΕ ΤΙΣ ΓΕΦΥΡΕΣ “ΠΑΡΕΛΘΟΝ” ΚΑΙ “ΜΕΛΛΟΝ” – ΔΕΝ ΜΑ΄Σ ΤΡΟΜΑΖΕΙ ΤΟ ΧΑΟΣ ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΜΑΣ – ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΙ ΜΕΤΕΩΡΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ ΤΟΥ “ΤΩΡΑ”

6. ΛΕΞΕΙΣ-ΜΟΛΟΤΩΦ ΣΚΑΝΕ ΣΤΑ ΜΥΑΛΑ ΚΑΙ ΠΥΡΠΟΛΟΥΝ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΙΣ – ΠΡΟΣΟΧΗ! ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΕΥΛΕΚΤΑ ΑΠ’ ΤΗ ΒΕΝΖΙΝΗ

7. ΘΡΥΜΜΑΤΙΖΟΥΜΕ ΤΗ ΒΙΤΡΙΝΑ ΤΟΥ ΕΓΩΙΣΜΟΥ – ΚΑΙΜΕ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΥΜΕ Ο,ΤΙ ΦΥΛΑΚΙΖΕΙ ΤΙΣ ΨΥΧΕΣ ΜΑΣ

8. ΟΙ ΚΡΑΥΓΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΣΤΟΜΑΤΑ ΜΑΣ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΓΙΓΑΝΤΙΑ ΚΛΑΔΙΑ –ΔΕΣΤΕ! ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΔΕΝΟΥΝ ΣΧΟΙΝΙΑ – ΚΑΝΟΥΝ ΚΟΥΝΙΑ – ΓΕΛΟΥΝ ΚΑΙ ΚΡΕΜΟΥΝ ΕΝΑΝ ΧΟΝΤΡΟ ΤΡΑΠΕΖΙΤΗ

9. ΠΩ΄Σ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΝΑ ΔΙΚΑΣΕΙ ΤΗΝ ΑΘΩΩΤΗΤΑ; – Η ΑΘΩΩΤΗΤΑ ΑΠΟ ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ ΣΕ ΑΧΡΗΣΤΙΑ ΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

10. ΟΙ ΝΟΜΟΙ ΕΙΝΑΙ ΦΕΡΕΤΡΑ – Η ΤΑΞΗ, ΤΑ ΣΤΑΥΡΩΜΕΝΑ ΧΕΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΣΤΗΘΟΣ ΤΟΥΣ

11. ΔΕΣΤΕ! – ΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ΜΑΣ ΕΓΙΝΑΝ ΦΛΟΓΕΣ! ΨΗΛΑΦΟΥΝ ΤΑ ΣΚΟΤΑΔΙΑ

12. ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΕΙΝΑΙ ΑΓΡΑΦΟ – ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΚΡΑΤΑΜΕ ΕΜΕΙΣ ΤΟ ΣΤΥΛΟ

13. Η “ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ” ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΠΟΥ ΠΡΟΠΟΡΕΥΕΤΑΙ ΣΤΗ ΔΙΑΔΗΛΩΣΗ – ΞΑΦΝΙΚΑ ΣΧΙΖΕΙ ΤΟ ΦΟΡΕΜΑ ΤΟΥ – ΤΑ ΣΤΗΘΗ ΤΟΥ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ ΚΑΙ ΠΕΤΟΥΝ – ΣΤΗ ΘΕΑ ΤΟΥ ΑΙΔΟΙΟΥ ΤΟΥ ΟΛΕΣ ΟΙ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΥΠΟΧΩΡΟΥΝ ΠΑΝΙΚΟΒΛΗΤΕΣ

14. ΣΥΜΒΟΥΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΣΤΕΝΟΜΥΑΛΟΥΣ: ΠΕΤΑΞΤΕ ΤΑ ΜΥΑΛΑ ΣΑΣ ΣΤΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ – ΑΦΗΣΤΕ ΚΕΝΟ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΣΑΣ, ΝΑ ’ΡΘΟΥΝ ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ ΝΑ ΦΩΛΙΑΣΟΥΝ. ΝΑ ’ΡΘΕΙ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ Η ΑΝΟΙΞΗ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ!

15. ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ: ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ – ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΟ ΑΝΤΙΘΕΤΟ. Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ – ΤΩΡΑ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ ΤΑ ΠΑΝΤΑ – ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ ΕΝΤΟΣ ΜΑΣ

16. ΜΕ ΒΟΓΓΗΤΑ, ΣΚΟΤΑΔΙΑ, ΔΑΚΡΥΑ, ΚΡΟΤΟΥΣ, ΚΡΑΥΓΕΣ, ΛΑΜΨΕΙΣ, ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΟΥΜΕ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ Θ’ ΑΚΟΥΣΤΕΙ ΑΥΡΙΟ ΤΟ ΠΙΟ ΤΡΥΦΕΡΟ, “Σ’ ΑΓΑΠΩ”

17. ΜΕ ΤΑ ΚΟΥΡΕΛΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΛΙΑΧΤΩΝ ΜΑΣ, Ο ΑΝΕΜΟΣ ΡΑΒΕΙ ΤΟ ΦΟΡΕΜΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ

18. ΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΧΕΤΕ ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ – ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ ΟΛΟ ΚΑΙ ΠΙΟ ΠΟΛΥ – ΓΙΑΤΙ Ο,ΤΙ ΠΙΟ ΠΟΛΥ ΦΟΒΑΣΤΕ, ΑΥΤΟ ΑΝΑΠΟΤΡΕΠΤΑ ΘΑ ΣΥΜΒΕΙ

19. ΦΟΒΑΣΤΕ ΓΙΑΤΙ ΠΟΤΕ΄ ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΑΤΕ – ΕΙΣΤΕ ΕΝΑ ΑΝΟΥΣΙΟ ΟΝΕΙΡΟ – ΜΟΛΙΣ ΞΥΠΝΗΣΟΥΜΕ ΘΑ ΔΙΑΛΥΘΕΙΤΕ ΣΑΝ ΠΡΩΙΝΗ ΟΜΙΧΛΗ – Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΑΚΟΜΑ

20. ΘΑ ’ΡΘΕΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΘΑ ΚΟΙΤΑΖΟΥΜΕ ΤΑ ΧΑΡΤΟΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΘΑ ΘΥΜΟΜΑΣΤΕ ΣΕ ΤΙ ΜΑ΄Σ ΧΡΗΣΙΜΕΥΑΝ

21. ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΞΕΚΑΘΑΡΙΣΟΥΜΕ ΑΠΑΞ ΔΙΑ ΠΑΝΤΟΣ: Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΧΩΡΙΣ ΕΜΑΣ – ΕΜΕΙΣ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ ΧΩΡΙΣ ΑΥΤΗΝ (ΚΑΙ ΜΑΛΙΣΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ) – Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΡΟΥΦΑΕΙ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΜΑΣ – ΛΕΗΛΑΤΕΙ ΤΗ ΖΩΗ

22. ΔΟΚΙΜΑΣΤΕ ΤΟ, ΠΕΤΥΧΑΙΝΕΙ! ΕΜΦΑΝΙΣΤΕ ΚΙ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΑΝΟΙΓΟΚΛΕΙΝΟΝΤΑΣ ΤΑ ΒΛΕΦΑΡΑ

23. ΖΩ ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ, ΑΝΑ ΠΑΣΑ ΣΤΙΓΜΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΩ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΩ ΚΟΣΜΟΥΣ – Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ Ή ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΙΗΤΙΚΗ, Ή ΔΕΝ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΟΛΟΥ

24. ΔΕΣΤΕ! ΜΕΣΑ ΑΠ’ ΤΟΥΣ ΚΑΠΝΟΥΣ ΤΩΝ ΔΑΚΡΥΓΟΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΥΡΠΟΛΗΜΕΝΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ, Η ΣΕΛΗΝΗ ΔΙΑΒΑΙΝΕΙ ΑΤΑΡΑΧΗ – ΑΦΟΥΓΚΡΑΣΤΕΙΤΕ! ΜΕΣΑ ΑΠ’ ΤΟΥΣ ΚΡΟΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΝΘΗΜΑΤΑ, ΜΙΑ ΑΠΟΚΟΣΜΗ ΜΕΛΩΔΙΑ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ

25. ΧΡΟΝΙΑ ΚΟΥΚΟΥΛΩΜΕΝΟΣ ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΙΣ ΒΡΩΜΙΚΕΣ ΚΟΥΒΕΡΤΕΣ ΤΗΣ ΑΝΙΑΣ, ΔΕΝ ΕΥΡΙΣΚΑ ΛΟΓΟ ΝΑ ΣΗΚΩΘΩ ΑΠ’ ΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ – ΞΑΦΝΙΚΑ ΘΥΜΗΘΗΚΑ ΟΤΙ ΕΙΧΑ ΝΑ ΦΤΙΑΞΩ ΕΝΑΝ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΚΟΣΜΟ ΚΑΙ ΠΕΤΑΧΤΗΚΑ ΟΡΘΙΟΣ

26. ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΚΑΤΑΝΟΕΙ ΤΑ ΠΑΡΑΠΑΝΩ, ΕΧΕΙ ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΣΟΒΑΡΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ – ΕΙΝΑΙ ΝΕΚΡΟΣ ΚΑΙ ΦΑΝΤΑΖΕΤΑΙ ΟΤΙ ΖΕΙ


ο αγώνας ενάντια στην λήθη είναι αγώνας ενάντια στην εξουσία (Α)

ο αγώνας ενάντια στην λήθη είναι αγώνας ενάντια στην εξουσία (Α)

"ΦΑΝΤΑΖΕΤΕ ΩΡΑΙΟΙ ΠΝΙΓΜΕΝΟΙ ΜΕΣ ΣΤΑ ΧΡΕΗ... ...ΦΟΝΙΑΔΕΣ ΤΩΝ ΛΑΩΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΑΙΟΙ"

"ΦΑΝΤΑΖΕΤΕ ΩΡΑΙΟΙ ΠΝΙΓΜΕΝΟΙ ΜΕΣ ΣΤΑ ΧΡΕΗ... ...ΦΟΝΙΑΔΕΣ ΤΩΝ ΛΑΩΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΑΙΟΙ"

Θα ΜΑΣ ΗΡΕΜΗΣΕΙ ΜΟΝΟ η ΛΕΥΤΕΡΙΑ ! ! !